Tο ζήτημα για το αν είναι ικανός ο άνθρωπος να σκεφτεί και να πράξει ελεύθερα, ξεκινά από πολύ παλιά. Ήδη από την Ελληνιστική εποχή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία για τη δυτική σκέψη και ειδικότερα στη σημερινή περίοδο της λεγόμενης μετανεωτερικότητας όπου η πίστη στην ικανότητα αυτή κλονίζεται.
Αυτή η ικανότητα στηρίζεται στην αρχή της αυτονομίας· μια έννοια ισχυρή, προικισμένη με τη δυνατότητα να παράγει τις δικές της μορφές αυτοκαθορισμού. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για αυτονομία του υποκειμένου; Υπάρχει η δυνατότητα αυτόνομης σκέψης και δράσης και αν ναι, ποιά είναι τα διακριτά όρια;
«Δεν γνωρίζουμε τον εαυτό μας, εμείς που αναζητούμε τη γνώση, αγνοούμε τον εαυτό μας: κι αυτό έχει το λόγο του» έλεγε ο Νίτσε. Η ψυχανάλυση ανιχνεύει αυτό το λόγο μέσα στο λόγο, θέτει το ερώτημα του υποκειμένου της απορίας καθώς και του τόπου στον οποίο αρθρώνει την απορία του. Ποιος είμαι εγώ; Ποιος ΕΙΝΑΙ εγώ; Από πού σας μιλώ; Από πού μου μιλάει η γλώσσα μου; Η ψυχανάλυση προσέφερε τρόπους διαυγάσεως της ανθρώπινης ψυχής που μέχρι τότε ανήκαν στη μεταφυσική, τη δεισιδαιμονία ή το φολκλόρ. Γι’ αυτό το λόγο, η ψυχανάλυση θα μας οδηγήσει να αναζητήσουμε τη δυνατότητα ύπαρξης της αυτονομίας, με στόχο να υποδειχθεί μια παραγωγική κατεύθυνση θεώρησής της.
Ο πατέρας της ψυχανάλυσης Ζίγκμουντ Φρόυντ σχημάτισε την άποψη ότι ένα μεγάλο μέρος από ό,τι κυβερνάει τη συμπεριφορά των ανθρώπων βρίσκεται στο Ασυνείδητο και διατηρεί στην ενηλικίωσή του τρόπους αντιμετώπισης των ανησυχιών που το άτομο ανέπτυξε στη νεαρή του ηλικία. Στο πλαίσιο αυτό της διάκρισης τόσο των επιπέδων λειτουργίας της ψυχής (Ασυνείδητο, Συνείδηση) όσο και μετέπειτα των ενδοψυχικών φορέων (Αυτό, Εγώ, Υπερεγώ), καθίσταται πιο ευδιάκριτη η λειτουργία του ατόμου ξέχωρα από την αδιαφοροποίητη και χαώδης ροή, την ενστικτώδη ενέργεια του Αυτό που αντιστοιχεί πλήρως στον ασυνείδητο πυρήνα του ψυχισμού που αναπαρίσταται ως απρόσωπο ή ότι δεν είναι παρόν. Όλα αυτά τα οποία αποδίδουμε στον εαυτό μας εντάσσονται στο Εγώ ως ένας μηχανισμός άμυνας, φορέας ταυτότητας, της «αρχής της πραγματικότητας» και του Λόγου, φορέας που προσπαθεί να ικανοποιήσει και να εξισορροπήσει τις απαιτήσεις του Αυτό, της πραγματικότητας και ενός άλλου κομματιού. Υπάρχει δηλαδή και ένα κομμάτι του Εγώ το οποία δρα επιθετικά ως προς αυτό ενσωματώνοντας κοινωνικούς κανόνες και περιορισμούς και εκδηλώνοντας τις αναστολές της ηθικής συνείδησης, λογοκρίνοντας, δικάζοντας και τιμωρώντας το Εγώ. Kαι αυτό είναι το Υπερεγώ. Το Εγώ και το Υπερεγώ δεν υπάρχουν εξαρχής αλλά σταδιακά εμφανίζονται ως διαφοροποίηση από το αδιαφοροποίητο και μη συνειδητό Αυτό μέσω της διαδικασίας της ταύτισης (Identifizierung) και της επίλυσης του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος που εμφανίζεται στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης του παιδιού (μεταξύ 3-5 ετών). Πιο συγκεκριμένα, ο μηχανισμός «κατασκευής» του Εγώ που επεξεργάζεται ο Φρόυντ είναι η εσωτερίκευση «εγκαταλειμμένων καθέξεων αντικειμένων», στοιχείων δηλαδή που απομένουν από τις διαδοχικές ταυτίσεις με «αντικείμενα» (άτομα του άμεσου περιβάλλοντος, στοιχεία συμπεριφοράς, χαρακτήρα κτλ.) Το Εγώ για το Φρόυντ θεωρείται ότι εμπεριέχει τη δυνατότητα και τη βούληση για μια τέτοια εξισορρόπηση και έλεγχο που οδηγεί σε ψυχική ισορροπία αλλά και έκφραση της «αρχής της ηδονής/ευχαρίστησης» καθώς επίσης είναι ικανό για ενσωμάτωση στοιχείων του Αυτό κάνοντάς τα συνειδητά, αίροντας για παράδειγμα απωθήσεις που μπορεί να υπάρχουν. Το Εγώ λοιπόν είναι για τον Φρόυντ ο φορέας μιας σχετικής αυτονομίας έστω και οροθετημένης από την ύπαρξη και των άλλων φορέων μέσα στην ψυχή.
Ωστόσο, στο φροϋδικό σχήμα, τόσο η βούληση όσο και η a priori δυνατότητα της αυτονομίας αυτής δεν θεμελιώνονται, αλλά μάλλον λαμβάνονται απλά ως δεδομένες. Εδώ λοιπόν θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε μια επαναδιατύπωση με όρους μιας ψυχικής θεωρίας του κλασσικού μοντέλου ήδη από τον Πλάτωνα μέχρι το Διαφωτισμό, όπου ο Λόγος εμπεριέχεται σε ένα μέρος της ψυχής δράττοντας και ελέγχοντας όλων των δυνάμεων των μερών και τελικά του ανθρώπου ως συνόλου. Η «ισχύς» όμως του Εγώ ως προς το Υπερεγώ και το Αυτό είναι συνάρτηση των συνθηκών ανάπτυξης που επηρεάζουν την επιλογή των νέων αντικειμένων ταύτισης (χωρίς ωστόσο να την καθορίζουν) στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης του ατόμου. Επιπλέον, το Εγώ παραμένει ενωμένο με το Αυτό και μετά την εμφάνιση και διαφοροποίησή του, αποτελώντας χώρο δράσης, συμπύκνωσης αλλά και «πηγή» ψυχικής ενέργειας. Αναδύεται λοιπόν το ερώτημα, πώς μπορεί να υποστηριχθεί, όπως κάνει ο Φρόυντ, ότι αυτό το «εμπειρικό» τμήμα της ψυχής εμπεριέχει πάντα και εσωγενώς τόσο τη δυνατότητα όσο και την επιθυμία για έλεγχο των υπόλοιπων τμημάτων της ψυχής; Από που πηγάζει αυτή η βούληση; Δημιουργείται εδώ ένα παράδοξο που ο Φρόυντ δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται, παράδοξο της σύνδεσης της αναφοράς του Εγώ ως φορέα αυτονομίας με τις αντίστοιχες στους μηχανισμούς κατασκευής και λειτουργίας του.
Αν βέβαια ο καθορισμός του Εγώ είναι μερικός, αν εμπεριέχει ή αφήνει στοιχεία απροσδιοριστίας, τότε η ταυτόχρονη αποδοχή καθορισμού και αυτονομίας μπορεί να είναι δυνατή σε ένα κομβικό σημείο παραλληλισμού. Αυτή η καινοφάνεια αποκαλύπτεται στο κομβικό έργο του Koρνήλιου Καστοριάδη. Η προσέγγιση του Καστοριάδη, αν και ακολουθεί παράλληλη πορεία με του μετα-στρουκτουραλισμού, έχει ωστόσο σαν κεντρική στόχευση μια θεωρία της αυτονομίας. «Αν η συνολιστική-ταυτιστική λογική εξαντλούσε πέρα για πέρα αυτό-που-είναι, δεν θα μπορούσε ποτέ να τεθεί θέμα “ρήξης” οποιουδήποτε είδους, ούτε βέβαια αυτονομίας. Τα πάντα θα ήταν απαγώγιμα/παραγώγιμα από το “ήδη δοσμένο”… Ένα υποκείμενο απορροφημένο εξ ολοκλήρου σε ένα συνολιστικό-ταυτιστικό σύμπαν, όχι μόνο δεν θα μπορούσε να αλλάξει κάτι μέσα σε αυτό, αλλά ούτε θα μπορούσε να ξέρει ότι είναι απορροφημένο μέσα σε ένα τέτοιο σύμπαν». Πρόκειται για την αναγκαιότητα μιας μορφής «ανοικτότητας» που διαπιστώνει και ο μετα-στρουκτουραλισμός που επιτρέπει τη διατύπωση μιας αρχής ταυτόχρονου προσδιορισμού και στοιχείων απροσδιοριστίας που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια εναλλακτική θεώρηση του υποκειμένου και της δυνατότητας αυτονομίας του. Αυτή η «ανοικτότητα» στον Καστοριάδη θα θεμελιωθεί στον «τρόπο του είναι» του φροϋδικού ασυνειδήτου ως μια αδιαχώριστη «παραστασιακή/αισθηματική/προθεσιακή» ροή, «ανοικτότητα» που θα εννοηματοδοθεί στον «τρόπο του είναι» του «μάγματος»1. Αυτή η ιδιότητα του ασυνειδήτου που ο Φρόυντ αναφέρεται στην πρωτογενή διαδικασία (όνειρα), προσφέρει την ταυτόχρονη επίδραση και αποδοχή των καθορισμών με τη δυνατότητα της ύπαρξης της αυτονομίας στο «μαγματικό» χαρακτήρα του ασυνειδήτου.
Αυτός ο χαρακτήρας του ασυνειδήτου, αυτή η «άλλη σκηνή» που έλεγε ο Φρόυντ, που είναι ταυτόχρονα το άλλο του υποκειμένου όπου σκέπτεται και προφέρει την αλήθεια του Αυτό, δεν μπορεί να προσφερθεί στην αναγωγιστικότητα μιας ντετερμινιστικής ή «ταυτιστικής» ουσιοποίησης και είναι αυτό που εμμένει στον πυρήνα όλης της δυτικής σκέψης και παγιδεύει διαρκώς την πιθανότητα να «συλληφθεί ένας μη παραστασιακός, μη συνολιστικός λόγος που θα ήταν σύστοιχος με το ίδιο το φαντασιακό, τη ριζική δημιουργικότητα της σκέψης». Παρόμοια κριτική, αρκετά παράλληλη απευθύνουν ο Μαξ Χορκχάιμερ και ο Τέοντορ Αντόρνο στην κυριαρχική ορθολογικότητα του Διαφωτισμού.
Μια κριτική λοιπόν στο γνωσιοθεωρητικό πρωτείο της ψυχανάλυσης όχι στο να «γνωρίσουμε» το ασυνείδητο (είτε από την πλευρά του αναλυόμενου είτε από την πλευρά του αναλυτή) αλλά μια αυτοστοχαστική ψυχανάλυση στη δημιουργική διάσταση της φαντασίας που εντοπίζει ο Καστοριάδης, στη διεργασία της μετουσίωσης, ως «μετάβασης από το φάντασμα, την καθαρή παράσταση, το παραλήρημα, στη σκέψη, στη διαύγαση», μπορεί να προσφέρει «το κλειδί που επιτρέπει την έξοδό μας από τους λαβυρίνθους του ετερονομικού οικοδομήματος», επανενσωματώνοντας εκείνο που εκ προθέσεως απέκλεισε το καντιανό υποκείμενο της εμπειρικής ύπαρξης, μια επανερμηνεία της αυτονομίας ως αυτοπραγμάτωση.
Αναφερόμενος όμως ο Καστοριάδης στο φορέα του «είναι-πράττειν-ποιείν» και την εν δυνάμει αυτονομία του, ανακύπτει μια προβληματική εντοπισμού αυτού του φορέα μέσα στην ψυχή, όχι τόσο μιας διακριτότητας από το πεδίο των καθορισμών (αναπαράγοντας ουσιαστικά τον παραδοσιακό δυισμό) όσο της απόδοσης όχι μόνο στο «μαγματικό» χαρακτήρα του ασυνειδήτου αλλά και στους (φροϋδικούς) φορείς δράσης της αδυναμίας πλήρους καθορισμού – της θεμελιωμένης δυνατότητας της αυτονομίας.
Υπάρχει λοιπόν η δυνατότητα αυτόνομης σκέψης και δράσης; Στην κατεύθυνση του μετα-στρουκτουραλισμού μπορούμε να μπούμε σε μια συζήτηση «κατασκευής» μιας «συνθήκης δυνατότητας», μιας δόμησης όμως, που λόγο της αντιστοιχίας της σε μια μορφή νοήματος δεν μπορεί να παράγει ποτέ κλειστές και απόλυτες καθορισμένες δομές. Οι δομές ως πλέγματα νοήματος δεν είναι ποτέ πλήρως ορισμένες. Αποφεύγοντας ως ένα βαθμό το δυιστικό σκελετό, η προβληματική ριζική διάκριση απόλυτα καθορισμένων και απόλυτα αυτόνομων περιοχών ή φορέων μέσα στην ψυχή μπορεί να αντικατασταθεί από ένα πιο σύνθετο σχήμα. Αλλά ακόμη και σε αυτό το σχήμα, η αυτονομία – που δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός παρά μόνο ίσως σε μια αναχωρητική (με τη θρησκευτική έννοια) προοπτική – εδραιώνεται πάνω σε μια τάξη του «θέλειν» προς την κατεύθυνση αυτή, «δεν είμαι αυτόνομος παρά μόνον αν είμαι η αρχή αυτού που θα γίνει… και ξέρω πως είμαι τέτοιος» λέει ο Καστοριάδης, πάνω στην εμπειρική ικανότητα η οποία μπορεί να οδηγήσει στην αυτοδέσμευση, στη συνειδητοποίηση του ατόμου ως μέλους ενός συνόλου και στην αναγνώριση ότι οι αποφάσεις του είναι συνυπεύθυνες για τον προσανατολισμό των κοινωνικών πρακτικών. Το τί θα επιδιώξει το «είναι-πράττειν-ποιείν» δεν εγγράφεται στην έννοια της αυτονομίας2. Η αυτονομία δίνει την προταγματική αξίωση πέρα από εγγενείς καθορισμούς, όμως δεν την προσδιορίζει. Δηλαδή, η δημιουργικότητα και ο αναστοχασμός, τα δύο αυτά κατηγορήματα της ηθικής αυτονομίας του υποκειμένου, σωριάζουν τη θεωρία μέσα στην τυχαιότητα του εκάστοτε ζητουμένου της πράξης. Είναι μεν εξουσιοδοτημένο να πράξει ελεύθερα αλλά την ίδια στιγμή είναι αντιμέτωπο με την ευθύνη αυτού που ξεκινά. Η αυτονομία λοιπόν αυτή είναι η ίδια συνάρτηση της εμφάνισής της ως κοινωνικού ιδανικού με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί κανείς – άτομα ή κοινωνικές ομάδες – αλλά και πάλι μόνο για όσους οι προηγούμενες εσωτερικεύσεις που αποτελούν το εγώ είναι συμβατές μαζί της, δηλαδή την «επιτρέπουν». Πρόκειται όμως για μια αυτονομία υπερκαθορισμένη που πολύ απέχει από την απόλυτη ελευθερία που αποδίδεται παραδοσιακά στο Λόγο και προϋποθέτει το κανονιστικό καθεστώς της νεωτερικότητας. Διότι η διαδικασία της μετουσίωσης και της «κατασκευής» του ψυχισμού θα πρέπει να εισαγάγει το άτομο σε μια ελεύθερη σκέψη και επαφή με άλλα αυτόνομα άτομα, θεσμούς και νοήματα, τα οποία ως τέτοια πρέπει να προϋπάρχουν. Η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να έχει ως φορέα παρά ένα ήδη δομημένο τμήμα/φορέα της ψυχής, στο βαθμό που αναγνωρίζεται ότι η δόμηση αυτή δεν αντιστοιχεί σε κλειστές και πλήρως ορισμένες δομές.
Κλείνοντας, για να θέσουμε πάλι το αρχικό ερώτημα: μπορούμε να μιλήσουμε για αυτονομία του υποκειμένου;
Η απάντηση προβάλλει ενθαρρυντική, δεν είναι η αυτονομία ένας αντικατοπτρισμός της δυτικής σκέψης καταδικασμένη σε αφανισμό, είναι όμως στην επιδίωξή της πολύ πιο περιορισμένη και μερική από ό,τι ίσως θα θέλαμε. Γίνονται έτσι σαφείς οι περιορισμοί των ορίων της αυτονομίας από επιθυμίες, επιδιώξεις και στόχους που προέρχονται και αποτελούν συνέχεια της ήδη υπάρχουσας υποκειμενιστικής «ιστορίας»· και δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ο ανακλαστικός στοχασμός ως φρόνηση δεν προσδίδει καμία εγγύηση. Η δημιουργικότητα σωριάζεται στην τυχαιότητα, που όπως τονίζει και ο Καστοριάδης, δεν μπορεί να προστατεύσει την ανθρωπότητα σε έναν τελευταίο βαθμό, αν το κοινωνικό φαντασιακό επιφέρει την τρέλα, την καταστροφή, την αυτοκτονία.
1. Το «μάγμα» ο Καστοριάδης το ορίζει ως «αυτό από το οποίο μπορούμε να εξαγάγουμε (ή: μέσα στο οποίο μπορούμε να κατασκευάσουμε) συνολιστικές οργανώσεις απροσδιορίστου αριθμού, αλλά που δεν μπορεί ποτέ να ανασυγκροτηθεί (ιδεατά) με συνολιστική (πεπερασμένη ή άπειρη) σύνθεση αυτών των οργανώσεων».
2. Ο Καστοριάδης θεωρεί άλλωστε ότι «όπως όλες οι άλλες λέξεις και ιδέες της εποχής και η λέξη “αυτονομία” και αυτή εν τέλει δεν μπορούσε παρά να υποστεί την τύχη της εκπορνεύσεως και αυτό έγινε από το 1975-76 κτλ. όπου διάφορες αυτοονομαζόμενες αυτόνομες ομάδες άρχισαν να κάνουν οτιδήποτε λέγοντας ότι εμείς «είμαστε αυτόνομοι». Στη λέξη αυτονομία μέσα υπάρχουν δύο ρίζες: το αυτός (εγώ, ο ίδιος) και νόμος. Οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται σ’ αυτήν την έκφραση τη ρίζα αυτός και ξεχνάνε τη ρίζα νόμος. Αυτόνομος είναι αυτός που δίνει το νόμο στον εαυτό του, αλλά που δίνει στον εαυτό του ένα νόμο. Δηλαδή δεν αποκαλείται ποτέ αυτόνομος κάποιος ο οποίος λέει ότι απλώς στη ζωή του εκπληρώνει τις επιθυμίες του χωρίς κανένα φρένο και χωρίς κανένα έλεγχο, γιατί σ’ αυτή τη ζωή δεν υπάρχει κανένας νόμος παρά μόνο με την τελείως τυπική έννοια ότι αυτός κάνει ότι του κατέβει σε κάποια στιγμή και αυτό ισχύει ασφαλώς για την κοινωνία, δεδομένου ότι κοινωνική ζωή, συλλογική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια οργάνωση, χωρίς ένα μίνιμουμ κανόνων κοινών, χωρίς ένα μίνιμουμ αξιών και σκοπών τους οποίους είτε συμμερίζονται όλα τα μέλη της κοινωνίας είτε τουλάχιστον δεν τα αντιμάχονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προτιμούν να γίνει ρημάδι αυτή η κοινωνία περισσότερο παρά να πραγματοποιηθούν αυτοί οι σκοποί…» (από τη συνέντευξη με τίτλο «Ο άνθρωπος και οι ιδέες του» που παραχωρήθηκε στο πλαίσιο της αφιερωμένης στον ίδιο εκπομπής «Παρασκήνιο» στην ΕΤ1, που προβλήθηκε το Δεκέμβριο του 1984).
ΠΗΓΕΣ:
Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», μτφρ. Σωτήρης Χαλικιάς, Γιούλη Σπαντιδάκη, Κώστας Σπαντιδάκης, Κέδρος, Αθήνα, 2006.
– , «Χώροι του ανθρώπου», Ύψιλον, Αθήνα, 1995.
«Το υποκείμενο στην ύστερη νεωτερικότητα», επιμέλεια – εισαγωγή Θ. Λίποβατς, Β. Ρωμανός, Νήσος, Αθήνα, 2002.
K. Leledakis, «The “Mode of Being” of the Social and of the Psyche: On Cornelius Castoriadis’ Late Work», υπό δημοσίευση.