Ξάκρισμα


Ξάκρισα τις στιγμές μου και στάθηκα απέναντι,
κομμάτια για να δω που τη ζωή μου υφαίνουν.
Εικόνες πρώτα, χρώματα και ήχοι ύστερα, νότες
και μυρωδιές που σφάλισαν της μνήμης το σεντούκι.

Έτσι γιατί δεν τ'άφησα γερό και σφαλισμένο
λες και ποτέ δε νόησα ποια ήταν η Πανδώρα.
Πρόσωπα με πλημμύρισαν, θέλησα να γυρίσω.
Τι θελκτικά τα χρώματα, οι ήχοι και οι νότες...

Σε έργο μονοσήμαντο η Νάντια κι ο Διονύσης
ο Κώστας και η Αργυρώ, η Γιώτα κι ο Μιχάλης.
Κι άλλα ονόματα πολλά
έδωσαν παραστάσεις.

Κι έτσι όπως με άνοιγε το πέλαγο της μνήμης,
άνοιξε ιριδικά η μέλαινα χολή μου.
Αφέθηκα για μια στιγμή λίγο να ψηλαφίσω
το διαφανές περίβλημα των έντονων εικόνων.

Κι έτσι όπως άγγιξα τις μνήμες των προσώπων
πήραν και ζωντανέψανε και στέκονταν εμπρός μου.
Έτσι σαν τότε από παλιά ήθελαν να με βρούνε
και σπαρταρούσαν και αυτές στο τώρα να με ζήσουν.

Τα χρώματα όμως άλλαξαν, οι νότες κι οι εικόνες
κι απόρησα τι έφταιξε που δεν ήμουν ο ίδιος.
Κι όμως εγώ δεν άλλαξα μα ούτε κι οι εικόνες.
Κάπως αλλιώς μου φαίνεται χαράζεται το τώρα.

Τα πρόσωπα δεν στάθηκαν ο νόστος και το άλγος
μα μόνο οι ιδέες μου που'χω σ'αυτά φορτώσει.
Τα πρόσωπα χλωμιάσανε, είπανε να γυρίσουν
και μόνα τους να σφαλιστούν στης μνήμης το σεντούκι.

Μόνα τους το κατάλαβαν πως τίποτα δεν είναι
μα ισάξια ζυγίζουνε με ό,τι ξυπνούν εντός μου.