Στα πέρατα του ονείρου μου εγώ συχνός διαβάτης της θύμησης ο αρνητής, του κόσμου λιποτάκτης, γυρνώ και βλέπω πίσω μου την πρώτη μου συνήθεια, στην έρημο να οπλοφορώ, να ψάχνω την αλήθεια. Εκεί ξαναγυρνώ δειλά, λες κι είμαι κάποιος ξένος. Ο κόσμος τους δε μ'αφορά, δεν είμαι ξεχασμένος. Λόγια ασήμαντα, μικρά, σα φύλλα που τα καίνε, δεν το περίμενα αυτό κι όμως αυτά μου λένε. Τα χέρια τους μου γνέφουνε, τα μάτια μου κοιτάζουν. Δε βλέπουν τι κατάφερα, πως όλα γύρω αλλάζουν. Οι ίδιοι περιμένουνε κάτι να ψηλαφίσουν δεν τρέχουν όμως προς τα κει, μα κάθονται κι ελπίζουν. Η έρημος ξανά εκεί, με δείχνει απορώντας. Τι γύρισε αυτός εδώ να κάνει προσπαθώντας; δε μου γυρεύει τίποτα, δε μου ζητά βοήθεια, μα πρέπει να το πίστεψε πως βρήκε την αλήθεια! Εγώ θα φύγω όρθιος, του λόγου στηλοβάτης. Δεν είμαι ο κανείς εγώ, δεν είμαι ακροβάτης. Τη λύση του αινίγματος κοιτάζω μ'απορία... Κανείς τους δε με γνώρισε, μα έγραψα ιστορία. |