Την έκπτωση της τρέλας μου θερμοπαρακαλώ, φτιάχνουν οι άλλοι γύρω μου ασφυκτικό κλοιό. Θωρώ κι αντιλαμβάνομαι, ξέρω κι αναζητώ, κραυγές όμως και κύμβαλα με κάνουν να μεθώ. Έλα σου λέω μάγισσα, αράδιασε τα ξόρκια φέρε μου τ'άσπρο άλογο, εκείνο που με ξέρει, στόλισε τις εικόνες μου μ'ονειρεμένα λόγια, ξελόγιασε τον Αίολο μελτέμι να μου φέρει. Μεθυστική Σεμέλη μου, παράτησε το Δία, το άλογό μου γκρέμισε τον πλουμιστό του θρόνο. Τώρα μακριά απ'τον Όλυμπο θα μου ζητά ασυλία, 'Ατεγκτος μπρος του θα σταθώ με σύμμαχο το χρόνο. Εμπρός μου τώρα οδύρεται ο Νεφεληγερέτης, τους κεραυνούς στα πόδια μου κι ένα χρυσό μανδύα προσφέρει παρακλητικά ο άμοιρος ικέτης, επαίτες όμως κι άπληστοι μου προκαλούν ναυτία. Τώρα κι εγώ σε συγχωρώ μικρή φτωχή ζωή μου, ο Δίας τώρα ελάχιστος κι η φύση υποταγμένη. Τριήρεις με γυρίζουνε πίσω στην ύπαρξή μου, τ'αγιάζι χτύπησε νωρίς κι ανατολή προσμένει. Θαυμάζοντας τα λάφυρα και το χρυσό μανδύα, γέλια και άναρθρες φωνές ακούω μ'απορία. Μάλλον νεράιδες συζητούν το χρώμα των ματιών μου, ζήλεψαν καθώς φαίνεται και τ'άσπρο άλογό μου. Τράνταγμα νοιώθω και πονώ, άλλαξα παραστάσεις. Ένα παιδί με πάτησε στο σβέρκο μου επάνω! Καταραμένε διάολε πάνω μου θα ξεσπάσεις; Οίκτο δε δείχνεις ούτε συ σ'ένα μπεκρή ζητιάνο! Έλα σου λέω μάγισσα, αράδιασε τα ξόρκια φέρε μου τ'άσπρο άλογο, εκείνο που με ξέρει, στόλισε τις εικόνες μου μ'ονειρεμένα λόγια, ξελόγιασε τον Αίολο μελτέμι να μου φέρει. |