Το επιμύθιο της πράξης μου ζητώ,
στα μονοπάτια της ζωής ξαναγυρνώ,
δυόμισυ χιλιάδες χρόνια θαρρώ...
τον κόσμο που άφησα πώς θα ξαναβρώ;
Ξεκρίνω στον τόπο μου μια λάμψη αληθινή,
μάρμαρο Πεντελικό με δωρική περιβολή.
Κάτι σα ν'άλλαξε εδώ, που είν' η Αθηνά;
Μην έφυγε απ'τον τόπο της, μην είν' εδώ σιμά;
Ορθώνω το ανάστημα ψηλά, τα μάτια γουρλώνω ξαφνικά
μια φιγούρα γνώριμη, μα όχι όπως παλιά,
γένια παχιά, ρούχα ριχτά, σκήπτρο κρατεί, λόγους φωνεί.
Μέσα στα μαύρα ρούχα του ένα παιδί θρηνεί.
Παλλάδα μου γλαυκόθωρη, τι είν'αυτά που λέει;
Μικρό παιδάκι τρόμαξε, φοβήθηκε και κλαίει!
Λόγια πολλά και άγρια, τα παίρνω προσβολή:
μετάνοια, λύτρωση, φυγή, θαύμα και παραβολή!
Σάστισα, τ'ομολογώ. Πάλι το μάρμαρο κοιτώ.
Ναι, λάθος δεν κάνω. Εδώ βρίσκομαι, ΕΔΩ.
Αμπέλια ψάχνω να κρυφτώ, λίγο να ξαποστάσω,
το Διόνυσο αναζητώ, την πίκρα μου να σπάσω.
Αμπέλια έρμα και ξερά, δεν είν'εδώ η έκσταση,
ούτε κι ο Βάκχος είναι δω, χωρίς καμία ένσταση!
Μα που χαθήκατε εσείς ρημαδιασμένοι τράγοι;
Ο Σειληνός σας δε θα ρθει να σπάσουνε οι πάγοι;
Σάστισα, τ'ομολογώ. Πάλι το μάρμαρο κοιτώ.
Δυο τρία βήματα πιο πέρα, η Πνύκα στέκει σα μητέρα.
Μα που'ναι ο κόσμος ο πολύς να μου βροντοφωνάξει,
είμαι ελεύθερος να πει, δίχως ζωή ν'αλλάξει;
Πέτρινα χτίσματα μικρά, δεν ξέρω αν είν'αληθινά,
μέσα κάποιος ακούγεται, κάποιος μιλά σιγά...
δεν είναι άνθρωπος αυτός, είναι μικρό κουτί,
εικόνες έγχρωμες μιλούν, κι ο άνθρωπος αντίκρυ, προσοχή!
Πολλά τα χτίσματα αυτά, αμέτρητα καθώς μετρώ,
κανείς δε βγαίνει απο αυτά, σαν άρρωστοι από καιρό.
Ασκληπιάδη έλα δω, κάνε τους όλους καλά,
έξω να βγουν και να σωθούν, φιλόσοφοι παντοτινά.
Ξένος κι απόμακρος εγώ, πόνος ανείπωτος, θρηνώ.
Κατά τον Ιλισό βήμα γοργό, το Φαίδρο μου αναζητώ,
για Έρωτα και Θάνατο πεθύμησα να συζητώ.
Κι όμως δεν είναι κει ούτε κι αυτός. Κανέναν δε θα βρω.
Απέκαμα και θόλωσα, ανέστιος βουρκώνω,
η ζωή μου αρρώστια ήτανε, κι όμως δε μετανιώνω.
Φαρμάκι πάλι θα σε πιω, τον τάφο μου ανοίγω,
δόξα λαμπρή σε χαιρετώ, με κώνειο ξανά σ'αφήνω.