Η σκοποθεσία και η αισθητική ως κριτήρια αξιολόγησης του θανάτου


Σύμφωνα με τη Γένεση, η παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο δεν ήταν πάντοτε αυτή που είναι σήμερα. Υπήρξαν εποχές κατά τις οποίες η ζωή ήταν αντικείμενο χαράς και αισθητικής απόλαυσης, απαλλαγμένη από ανάγκες και φροντίδες. Το φυσικό περιβάλλον ήταν απόλυτα φιλικό προς τον άνθρωπο και ως αποστολή του είχε την εξυπηρέτηση των αναγκών του. Μέσα σε αυτόν τον κήπο της χαράς η ζωή ταυτιζόταν εξ ορισμού με την ευτυχία. Η κατάσταση αυτή δεν έμελλε όμως να κρατήσει πολύ. Έπαυσε να υφίσταται την στιγμή που ο άνθρωπος αποφάσισε να παραβεί τον μοναδικό περιορισμό που του είχε τεθεί σαν προϋπόθεση για την παραμονή του στον θαυμαστό αυτό κόσμο. Όταν η Εύα θέλησε να γευθεί τους καρπούς του απαγορευμένου δένδρου, ο κήπος της χαράς μεταβλήθηκε σε αυτό που γνωρίζουμε σήμερα, σε κοιλάδα δακρύων.

Το ερώτημα που άμεσα αναφύεται από την λίγο -πολύ γνωστή αυτή ιστορία, είναι κατά πόσον μπορούμε να την δεχθούμε ως αυθεντική, ανεξάρτητα από το εάν ακολουθούμε το δόγμα που την υποστηρίζει, τον χριστιανισμό. Είναι γεγονός πως η εξιστόρηση της γένεσης είναι σχηματοποιημένη και προκαλεί τον στοχαστή να ανακαλύψει ένα κρυφό νόημα, να «διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές». Με άλλα λόγια αντιμετωπίζεται ευκολότερα ως μεταφορικός παρά ως περιγραφικός λόγος, εκτός και αν τα πλαίσια αναφοράς που θα υιοθετήσουμε είναι αυστηρά τοποθετημένα εντός των ορίων της θρησκευτικής πίστης, και μάλιστα της πιο συμπαγούς και μονολιθικής μορφής της. Αυτό που θέλω να πω είναι πως, ακόμα και ο πιστός είναι ευκολότερο να αναζητήσει το πνεύμα παρά να υιοθετήσει το γράμμα των λεγομένων. Το βέβαιο όμως είναι πως ο -καλόπιστος τουλάχιστον- στοχαστής είναι αδύνατον απλώς να γελάσει και να στρέψει περιφρονητικά την πλάτη του στην φαινομενικά απλοϊκή αυτή ιστορία. Τους λόγους για την αδυναμία αυτή υποδεικνύει το γεγονός πως η Γένεση δεν αποτελεί ένα sui generis έργο, αλλά την ιουδαιοχριστιανική εκδοχή μιας κοινής και πανανθρώπινης μνήμης, μιας ιστορίας η οποία συναντάται με εντυπωσιακή ομοιότητα στην λαογραφία λαών με εντυπωσιακές διαφορές. Από την αρχαία Ελλάδα[1] μέχρι την εντελώς αυτόνομη πολιτισμικά Ινδία, με ενδιάμεσους σταθμούς στην Ασσυρία και την Μεσοποταμία[2], αλλά και στα βάθη της μαύρης ηπείρου, συναντάται η κοινή μνήμη της προγενέστερης ευτυχίας και της έκπτωσης του ανθρώπου από αυτήν. Παντού υπάρχει o κήπος της χαράς, ο οποίος δίνει την θέση του σε μια κοιλάδα δακρύων[3], και πάντα υπεύθυνος γι’ αυτό είναι ο άνθρωπος που παρασυρμένος από την φύση του προσεταιρίζεται τις δυνάμεις του κακού. Οι μεταξύ των μύθων διαφορές δηλώνουν την διαφορετικότητα των λαών που τους υιοθετούν, και η διαφορετικότητα αυτή τονίζει και ισχυροποιεί με την σειρά της την κοινότητα της πεποίθησης.

Είναι προφανές πως η ιστορία της Γένεσης, από οπουδήποτε και αν την αντλήσει κανείς, δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις σε οποιαδήποτε ερώτησή μας. Το γεγονός αυτό μας υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ιστορία αυτή. Πρέπει να την αφήσουμε να οδηγήσει εκείνη τα βήματά μας στην συναγωγή συμπερασμάτων. Αλλά για να επιτευχθεί αυτό, οφείλουμε να θέσουμε τα κατάλληλα ερωτήματα, ερωτήματα που να μην ξεπερνούν τις δυνατότητες της ίδιας της αφήγησης.

Ένα στοιχειώδες, κατά την άποψη μου, ερώτημα, ανακύπτει από την εμφανή -σε κάθε μορφής και προέλευσης αφήγηση- αξιολόγηση του γεγονότος. Η «έκπτωση» του ανθρώπου από την κατάσταση της διαρκούς ευτυχίας σε αυτήν που περίπου και σήμερα βιώνει, θεωρείται δυστυχές γεγονός. Και πράγματι, εάν αναλογισθούμε τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η προπτωτική ζωή του ανθρώπου και τον συγκρίνουμε με την ισχύουσα πραγματικότητα, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί αποτελεί κοινό τόπο η πεποίθηση πως η πτώση απετέλεσε μια δυσάρεστη καμπή της ανθρώπινης ιστορίας. Αντίστοιχα, αφελής και ανόητος κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί αυτός που αναρωτιέται για ποιο λόγο θεωρείται από τους ανθρώπους η πτώση και η έξωση από τον παράδεισο μια θλιβερή ιστορία.

Έχει αποδειχθεί όμως από την ιστορία του πνεύματος πως πολύ σπάνια οι κοινοί τόποι δικαιολογούν το αμάχητο που ο όρος συνειρμικά τουλάχιστον ανακαλεί. Πολλές φορές αποτελούν εύκολες και αβασάνιστες παραδοχές λογικοφανών συμπερασμάτων. Επί του συγκεκριμένου, πολλές φορές και από ποικίλες πλευρές έχουν διατυπωθεί απόψεις που καταμάχονται με λογικά επιχειρήματα την κρατούσα άποψη. Η πτώση του ανθρώπου, η είσοδός του στην κοιλάδα των δακρύων και η συνεπόμενη γνωριμία του με την θλίψη, τον πόνο και τον θάνατο, απετέλεσε παράλληλα και την έναρξη της ιστορικής του παρουσίας. Σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν προκαλεί το σώμα και το πνεύμα, δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτά να αναπτύσσονται. Η πτώση έβαλε τον άνθρωπο σε μία πορεία προς την ολοκλήρωσή του, αφού στην φύση του εντάσσεται το κυνήγι της γνώσης[4], και στα πλαίσια της προπτωτικής του ύπαρξης το κυνήγι αυτό ήταν απαγορευμένο, όσο και άχρηστο. Χρειάστηκε να εξελίξει την σωματική και πνευματική του υπόσταση για να αντιμετωπίσει την ασθένεια και τον κίνδυνο. Τώρα πια μπορεί να σκοτώνει και να σκοτώνεται, αποκτά δηλαδή ρόλο διαμορφωτή του περιβάλλοντός του, αποκτά ιστορία και ιστορική «νοημοσύνη». Ο άνθρωπος κέρδισε την ιστορία του και την δυνατότητα του ειδέναι, τους δύο, δηλαδή, σημαντικότερους διαφοροποιητικούς παράγοντες αυτού και των υπολοίπων έμβιων οργανισμών. Μεταπίπτοντας από μια κατάσταση ευτυχούς απραξίας στην εν κινδύνω και πολλές φορές δυστυχή ευφυΐα συνάντησε την λύτρωση, απέκτησε την δυνατότητα να συναντήσει τον Θεό, να βρεθεί εν αυτώ, όπως λέει ο Unamuno[5]. Το σίγουρο είναι πως η ανθρώπινη ζωή απέκτησε μετά την πτώση, αν μη τι άλλο, έντονο ενδιαφέρον.

Κάτω από το πρίσμα αυτό το ερώτημα περί του κατά πόσο τελικά η πτώση αποτελεί όντως αρνητικό γεγονός ή όχι, αποκτά νόημα και ισχύ. Διαπιστώνει κάποιος πως υπάρχει αντίλογος, διισταμένες απόψεις, άρα η αρνητική αξιολόγηση που συνοδεύει το γεγονός μπορεί να υποστηριχθεί ή να καταρριφθεί μερικώς ή ίσως και ολικώς με τα κατάλληλα επιχειρήματα. Πρόκειται, δηλαδή, για μια θέση αμφιλεγόμενη. Το πρόβλημα που ανακύπτει δεν είναι βέβαια το ποια άποψη βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια. Αυτό είναι ένα ερώτημα που πολλοί έχουν επιχειρήσει μέχρι σήμερα να λύσουν χωρίς να έχει ακόμη γείρει η πλάστιγγα αποκαλύπτοντας την πλευρά του νικητή. Αυτό που περισσότερο αποσπά την προσοχή, είναι το εξής: Υπάρχουν πολλές αμφιλεγόμενες και αμφισβητούμενες αντιλήψεις που βασανίζουν την σκέψη μας. Μερικές από αυτές τις έχουμε δημιουργήσει οι ίδιοι, άλλες, τις περισσότερες, απλώς τις υιοθετούμε. Πολλές από αυτές τις υπερασπιζόμαστε με φανατισμό, είτε επιστημονικός είτε απλός και καθημερινός είναι αυτός. Άλλες φορές ελατήριό μας είναι το συμφέρον, άλλες ο θαυμασμός προς τον δημιουργό της θεωρίας, τις περισσότερες φορές βέβαια είναι η ίδια η ανάγκη. Συνήθως όμως όλα αυτά μαζί συνδιαμορφώνουν την ιδεολογία μας (αυτό εξηγεί νομίζω γιατί τα πολιτικά συστήματα έχουν, ακόμη και σήμερα, όχι υποστηρικτές άλλά οπαδούς). Πάντοτε όμως έχουμε στο μυαλό μας, έστω και πολύ βαθιά κρυμμένη κάτω από στρώματα φανατισμού, συνήθειας ή αδιαφορίας, την γνώση πως η θεωρία που ασπαζόμαστε δεν είναι η μόνη, ούτε είναι σίγουρα σωστή, όσο και εάν μας ικανοποιεί. Ακόμη και σε ότι αφορά στα πιο αυστηρά ιδεολογικά, πολιτικά ή θρησκευτικά συστήματα, στο μυαλό του φανατικότερου οπαδού τους λανθάνει η υποψία του σφάλματος, κάτι που εξηγεί τις αναθεωρήσεις, τις αποσκιρτήσεις και τις αιρέσεις αντίστοιχα. Πως είναι λοιπόν δυνατό στο ζήτημα της αξιολόγησης της πτώσης του ανθρώπου από τον χριστιανικό ή όποιο άλλο παράδεισο να υφίσταται τέτοια θαυμαστή σύμπνοια και ομοφωνία; Η απάντηση θα μας εισάγει και στο θέμα μας. Διότι πιστεύω πως αυτό που κατέστησε την πρωτοβουλία της Εύας απεχθή και αξιόμεμπτη από όλες τις μετέπειτα γενεές δεν είναι η αποστέρηση του ανθρώπου από κάτι, αλλά ένα καινούριο «δώρο»: η βεβαιότητα του θανάτου.

[selida]


Η στάση του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο


Είναι γεγονός πως ο θάνατος δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση αγαπημένο αντικείμενο σκέψης ή συζήτησης για τον άνθρωπο. Είναι γνωστό πως δεν ενδείκνυται ως κατάλληλο θέμα κατά την διάρκεια κοινωνικών συναναστροφών, αλλά και σε στενότερα πλαίσια προσωπικών επαφών υπάρχουν πολύ καταλληλότερα αντικείμενα ενασχόλησης. Σε προσωπικό, δε, επίπεδο, τον αντιμετωπίζουμε με αφελή απλοϊκότητα, σαν να μην υπάρχει καθόλου, σαν ένα μακρινό ενδεχόμενο:


«I had not thought dead had undone so many

Sighs, short and infrequent were exhaled,

And each man fixed his eyes before his feet» [6]


Προκαλεί, δε, τέτοια αποστροφή στον άνθρωπο, ώστε πολλές φορές αρνείται έστω και να τον αναφέρει, λόγος για τον οποίο οι περισσότερες ευρωπαϊκές τουλάχιστον γλώσσες έχουν υποκαταστήσει τις λέξεις «θάνατος» και «πεθαίνω» με άλλες, οι οποίες έχουν είτε μεταφορική σημασία είτε όχι, υστερούν κατά πολύ στην περιγραφή του γεγονότος. Στην γλώσσα μας είναι πολύ πιο εύπεπτο να πούμε πως κάποιος «έφυγε», αναφερόμενοι στον θάνατό του, και είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τον κίνδυνο της αμφισημίας προκειμένου να αποφύγουμε την χρήση της δυσάρεστης κυριολεξίας[7]. Ούτως ή άλλως, είναι περιττά όλα τα παραπάνω για να αποδειχθεί πως ο θάνατος αποτελεί δυσάρεστο και απεχθές θέμα για τον άνθρωπο. Όποιος επιχειρεί να αποδείξει το αναμφισβήτητο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να παραβιάζει ανοικτές πύλες.

Η στάση αυτή του ανθρώπου δεν παρατηρείται, βέβαια, μόνο απέναντι στον θάνατο, αλλά σε κάθε άλλο δυσάρεστο γι’ αυτόν θέμα. Η ψυχαναλυτική σχολή μελέτησε την αντίδραση αυτή και την αρχειοθέτησε υπό τον όρο «απώθηση». Απώθηση εμφανίζει το ανθρώπινο υποσυνείδητο έναντι κάθε δυσάρεστης ή φοβερής γι’ αυτό κατάστασης. Είναι γνωστό πως ο χριστιανός αποφεύγει να αναφέρει κάποιο από τα ονόματα που περιγράφουν τον άρχοντα του σκότους, με την ίδια επιμέλεια που ο αρχαίος αιγύπτιος καθιστούσε taboo τα ονόματα του Σετ και της Σεχμέτ. Ασθένειες όπως ο καρκίνος ή το AIDS είτε καλύπτονται εντελώς είτε αναφέρονται συλλήβδην ως ανίατες, παρότι πολλές τους μορφές σήμερα είναι ιάσιμες. Η απώθηση του δυσάρεστου αποτελεί φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου μυαλού.

Το περίεργο είναι πως, στην περίπτωση του θανάτου, ο άνθρωπος δεν στρουθοκαμηλίζει απέναντι σε κάτι ενδεχόμενο, όπως είναι μια σοβαρή ασθένεια, για παράδειγμα, αλλά σε κάτι βέβαιο και αναπόφευκτο όσο και η ίδια η αναπνοή. Εν πολλοίς εθελοτυφλεί απέναντι σε μια λειτουργία του οργανισμού του, την τελευταία βέβαια. Η εκ πρώτης όψεως παράλογη αυτή αντίδραση έχει επιχειρηθεί να εξηγηθεί με όρους κοινωνιολογικούς (δεν έχουν όλοι οι πολιτισμοί την ίδια στάση απέναντι στον θάνατο), θρησκευτικούς (οι θρησκείες που υιοθετούν την μετενσάρκωση επιτρέπουν λογικά ευνοϊκότερη αντιμετώπιση του θανάτου), ψυχολογικούς (το άγχος του ανθρώπινου εγώ) και άλλους. Η απέχθεια του ανθρώπου πάντως παραμένει.

Αυτό που είναι πραγματικά περίεργο είναι πως τα πράγματα αλλάζουν όταν ο θάνατος δεν προβάλλεται ως προορισμός, αλλά καθίσταται επιλογή. Τότε, η αυθόρμητη και υποσυνείδητη οπισθοχώρηση γίνεται έντονη συμμετοχή και φορτισμένη συναισθηματικά αξιολόγηση. Θέλω να πω πως, ενώ πιθανώς πολλοί από εμάς αποφεύγουμε επίμονα να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο του δικού μας θανάτου, οι περισσότεροι έχουμε μια λίγο ως πολύ κατασταλαγμένη θέση για την αυτοκτονία, την θυσία και τώρα τελευταία (μια και είναι συγκριτικά καινούριο θέμα), για την ευθανασία. Η ένταση με την οποία πολλές φορές υποστηρίζονται οι διάφορες θέσεις -καθώς και το πλήθος αυτών- από ειδικούς και μη, δείχνει το άγχος του ανθρώπου για τον θάνατο, το οποίο, μια και δεν μπορεί να απασχοληθεί με την «αυτόματη» μορφή του, βρίσκει διέξοδο και διοχετεύεται στην επιδεδιωγμένη.

Είναι γεγονός πως ο θάνατος μόνο σαν αφαίρεση μπορεί να θεωρηθεί ενιαίο γεγονός. Παρόλο που το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο, η αντιμετώπισή του και η αξιολόγησή του εξαρτάται από μια ιδιαίτερα ευρεία ομάδα παραγόντων, προϋποθέσεων και συγκυριών. Ιδιαίτερο ρόλο μάλιστα σε ότι αφορά στον επιδεδιωγμένο θάνατο έχουν οι παράγοντες του τρόπου και του σκοπού. Εκεί όπου υπάρχει ένας ευδιάκριτος σκοπός και ο τρόπος του θανάτου δεν είναι αποκρουστικός, έχουμε την τάση να διατιθέμεθα με μεγαλύτερη κατανόηση και συμπάθεια. Λέω μεγαλύτερη και όχι απόλυτη, διότι πιστεύω πως η επιλογή του θανάτου ούτως ή άλλως είναι κατά βάσιν ακατανόητη για την ανθρώπινη σκέψη, αφού ο άνθρωπος έχει φτιαχτεί εξοπλισμένος για να ζήσει, με το ένστικτο της επιβίωσης να κυριαρχεί όλων των υπολοίπων τάσεών του, είτε από τον λόγο αυτές πηγάζουν είτε από το ένστικτο. Παρόλα τούτα, όταν στον θάνατο εμφανίζεται κάποιος σκοπός, τότε αυτός λογικοποιείται, και έτσι μπορεί να καταστεί αντικείμενο αξιολόγησης. Παύει δηλαδή να είναι ένα τέλος ακατανόητο για την ανθρώπινη σκέψη —η οποία γνωρίζει να εργάζεται με όρους που αντλεί και βασίζει στο δεδομένο της ζωής-, και από «έτερον» γίνεται μέσο για κάτι γνωστό και κατανοητό, για την ίδια την ζωή. Αν επιλέξει κάποιος να θέσει τέλος στην ζωή του, η πρώτη αντίδραση του περιβάλλοντος του θα είναι η γνήσια απορία, ένα έντονο «γιατί». Την απορία αυτή φαίνεται πως, κατά περίεργο τρόπο, πολλές φορές ο ίδιος ο αυτόχειρας νιώθει την ανάγκη να την απαντήσει και να μην την αφήσει στην κρίση του περιβάλλοντός του, -τις περισσότερες φορές με ένα σημείωμα-, ώστε να μάθουν τον λόγο και εκείνοι οι οποίοι δεν τον γνωρίζουν. Η αντίληψη πως ένα γεγονός τόσο τελειωτικό όσο ο θάνατος μπορεί να αποτελέσει μέσο για κάτι άλλο δίνει νόημα σε κάτι από την φύση του ακατανόητο.

Αν η απαίτηση για ύπαρξη σκοπού στον θάνατο ικανοποιείται, τότε εγείρεται μια δεύτερη, αυτή του τρόπου. Επειδή είναι παράλογο να υποστηριχθεί πως ο άνθρωπος εκδηλώνει προτιμήσεις σε κάτι που απεχθάνεται για λόγους π.χ. λειτουργικότητας ή οικονομίας, είναι λογικό να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα πως το ερώτημα αφορά καθαρά την αισθητική του θανάτου. Ενώ είναι ανόητο να πούμε πως ένας θάνατος είναι υπέροχος ή αρμονικός, είναι κοινός τόπος να τον χαρακτηρίσουμε απαίσιο ή φριχτό. Άρα η υπολανθάνουσα αισθητική απαίτηση δεν αφορά στην ικανοποίηση του θεατή (του κοινωνικού περιβάλλοντος) αλλά στην μη πρόκληση δυσάρεστων συναισθημάτων μέσα από εικόνες που απάδουν της ανθρώπινης αισθητικής. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε χρησιμοποιώντας ένα οξύμωρο πως ο θάνατος γίνεται τόσο περισσότερο αισθητικά αποδεκτός, όσο λιγότερο απομακρύνεται από τις φόρμες της ζωής, όσο πιο «ανώδυνα» αισθητικά προκαλείται. Συνοψίζοντας, εάν το ζητούμενο είναι ο εκούσιος θάνατός οποιουδήποτε να γίνει αποδεκτός ή έστω να είναι ανεκτός στο κοινωνικό περιβάλλον, πρέπει να βρεθεί ένας ικανοποιητικός λόγος και να μην προσβληθεί η αισθητική της κοινωνίας. Στα πλαίσια αυτά θα εξετασθούν οι τρεις πιο «διαδεδομένοι» τρόποι εκούσιου θανάτου, δηλαδή η θυσία, η αυτοκτονία και η ευθανασία.

[selida]


Η θυσία - ο ηρωικός θάνατος


Σκοποθεσία


Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί αυτό που ονομάζουμε «ηρωικό» θάνατο. Ο ηρωικός τρόπος του θανάτου αποτελεί ένα μοτίβο τόσο αγαπητό στην διανόηση και στην τέχνη, ώστε θα πίστευε κανείς πως αποτελεί μάλλον ένα ευχάριστο γεγονός, και πως όλοι θα ήταν λιγότερο υπερήφανοι και ευτυχισμένοι εάν ο ήρωας τελικά επιζούσε της πράξης του. Η διαπίστωση αυτή ισχύει και για τον ίδιο τον δράστη. Η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα ανθρώπων οι οποίοι ανάμεσα στην ελευθερία και στον θάνατο θα επέλεγαν για τον εαυτό τους τον θάνατο, ανθρώπων που με ευχαρίστηση θα θυσιάζονταν άσκοπα υπέρ οποιουδήποτε σκοπού, παρόλο που αυτό θα μπορούσε εύκολα να αποφευχθεί. Ο μουσουλμανικός τρόπος σκέψης επιβραβεύει τον ηρωικό θάνατο στην μάχη εναντίον των απίστων, χωρίς να εξετάζει εάν αυτός είναι σκόπιμος ή όχι. Αλλά και ο δυτικός κόσμος το ίδιο πρόθυμα θα χειροκροτήσει τον ηρωικό θάνατο. Λίγοι ιστορικοί θα τολμήσουν να αποτιμήσουν αρνητικά τον θάνατο του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Όπου δεσπόζει ο ηρωισμός εξαφανίζεται η σκοπιμότητα. Το ηρωικό θύμα συνήθως γίνεται για μια κοινωνία taboo. Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί. Δεν θα ασχοληθώ με την φιλολογία περί ανύψωσης του εθνικού φρονήματος και του ηθικού ενός λαού. Πιστεύω πως ούτε ο ήρωας έχει τη σκέψη αυτή στο μυαλό του όταν λαμβάνει την εκούσια απόφαση να θυσιαστεί, ούτε το ηθικό ενός λαού τελικώς εξυψώνεται. Κανείς Έλληνας, φαντάζομαι, στο άκουσμα της θυσίας του Γ. Ολύμπιου στην μονή του Σέκου δεν ένοιωσε περισσότερο υπερήφανος απ’ ότι φοβισμένος και απογοητευμένος. Ο θάνατος ενός ήρωα αντικειμενικά είναι ένα θλιβερό γεγονός, μια απώλεια. Τότε γιατί ο άνθρωπος επιδιώκει τον ηρωικό θάνατο για τον εαυτό του και τον εξυμνεί στους άλλους; Ποιος είναι ο τελικός και θεμιτός σκοπός;

Η απάντηση πιστεύω πως βρίσκεται στην επιθυμία μας να επιβιώσει η μνήμη μας της λησμοσύνης, η επιθυμία μας για αιώνια ζωή, η οποία επιτυγχάνεται μόνο μέσω της επιβίωσης του ονόματός μας. «Θάρρος, Jeronimo, θα σε θυμούνται πολύ καιρό. Ο θάνατος είναι πικρός, η δόξα όμως αιώνια», αναφωνεί ο Jeronimo Olgiati, συναυτουργός του Visconti στην δολοφονία του τυράννου του Μιλάνου, Galeazo Sforza. Υπό το πρίσμα αυτό η περίσταση και το περιβάλλον της ηρωικής πράξης δεν αποτελούν παρά μόνο την πρόφαση για την υλοποίηση της τελικής πράξης ενός δραματικού και εναγώνιου κυνηγιού: αυτού της αθανασίας από τον άνθρωπο[8]. Με αυτόν τον τρόπο ο θάνατος αποκτά έναν σκοπό, και μάλιστα τον υψηλότερο δυνατό, κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης των πραγμάτων. Μπορεί τελικά η αθανασία, έστω και με αυτόν τον τρόπο, να είναι μια φενάκη τουλάχιστον για τους περισσότερους των ανθρώπων (ο ουρανός της δόξας δεν είναι ιδιαίτερα ευρύχωρος), αλλά ο ανθρώπινος νους αναγνωρίζει στον αγώνα αυτό έναν σκοπό, ο θάνατος ενδύεται λογικό χιτώνα και παύει να είναι ακατανόητος.

Σε ότι αφορά στην θυσία, ισχύει περίπου ότι και στον ηρωικό θάνατο σε ότι αφορά στον σκοπό. Η διαφορά του ενός από το άλλο είναι πως, ενώ ο ήρωας μπορεί να πεθάνει χωρίς προφανή λόγο, χωρίς να αγωνίζεται για κάτι πολύτιμο, ο θυσιαζόμενος πεθαίνει πάντοτε υπέρ τινός. Θα έλεγε επίσης κανείς πως, ενώ ο ηρωικός θάνατος είναι εξ ορισμού πομπώδης και λαμπερός, στην θυσία συγχωρούνται οι χαμηλοί τόνοι και η διακριτικότητα. Και αυτό διότι η στοχοθεσία της θυσίας μπορεί να είναι κρυφή, ενώ του ηρωισμού όχι. Αυτά βέβαια έχουν περισσότερο να κάνουν με την αισθητική του γεγονότος και λιγότερο με τη ουσία του. Η θυσία είναι ένας θάνατος με, έστω και εσωτερικό, σκοπό, αλλά και με αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο. Πάντα θυσιαζόμαστε για κάτι που θεωρούμε ταυτόσημο με εμάς ή πολύ ευρύτερο, ώστε να μας περιλαμβάνει. Το νόημα είναι πως στην πραγματικότητα μέσω του βιολογικού μας θανάτου, που ούτως ή άλλως είναι δεδομένος, εξασφαλίζουμε την διαιώνιση της ύπαρξής μας μέσω μιας άλλης οντότητας που είτε αποτελεί φυσική συνέχειά μας είτε ταυτίζεται με την αιώνια ουσία της ύπαρξής μας. Oι απόγονοι, η πατρίδα ή η θρησκεία αποτελούν συχνότατα τον βωμό του θυσιαστηρίου.

[selida]


Αισθητική


Ο άνθρωπος είναι ον με αισθήσεις ιδιαίτερα εξελιγμένες και εκλεπτυσμένες. Η ανεξαρτησία του, μερική ή επιφανειακή έστω, από την φυσική αναγκαιότητα και την κυριαρχία του ενστίκτου, έχει συντελέσει στην αύξηση της βαρύτητας που έχουν στην καθημερινή του πράξη κριτήρια αισθητικά. Ενώ το ένστικτο της επιβίωσης και η ανάγκη τον ωθεί στην διατροφή όπως και τα υπόλοιπα ζώα, ο άνθρωπος μόνος έχει δημιουργήσει κανόνες και συνήθειες τέτοιες που ξεφεύγουν από την πρωτογενή ανάγκη και ικανοποιούν μια μεταγενέστερη, αυτή της αισθητικής απόλαυσης. Μόνο αυτός ξεχωρίζει το φαγητό από το γεύμα ή το δείπνο και, φυσικά, κανένα άλλο ον δεν είχε ποτέ την παρόρμηση να ικανοποιήσει την φυσική αυτή ανάγκη υπό το φως των κεριών. Ας μην αναλωνόμαστε όμως σε κοινοτοπίες και πράγματα αυτονόητα. Το δεδομένο είναι πως σε κάθε γεγονός, σε κάθε πράξη του ο άνθρωπος, όσο συνηθισμένη και καθημερινή και αν αυτή είναι, διακρίνει μια αισθητική υπερδομή, στην οποία μάλιστα έχει ορίσει και διαβαθμίσεις. Το παράξενο είναι πως η επικάλυψη αυτή της αισθητικής αξίας ή απαξίας αναζητείται από τον άνθρωπο και σε μη προσήκουσες εκ πρώτης όψεως και φαινομενικά απρόσφορες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα ο θάνατος. Είναι ίσως η περίπτωση του ηρωικού θανάτου και της εθελοθυσίας το γεγονός εκείνο στο οποίο έχει ο άνθρωπος με πάθος μεγαλύτερο από οτιδήποτε άλλο αναζητήσει κοιτάσματα αισθητικής απόλαυσης και βέβαια τα έχει βρει.

Η τέχνη βρίθει παραδειγμάτων που επιβεβαιώνουν την άποψη πως η αναζήτηση αισθητικής απόλαυσης στον θάνατο είναι ιδιαίτερα έντονη. Από τα «λαμπρά παλικάρια» του Σολωμού μέχρι τα ιλαρά πρόσωπα των μαρτύρων στην βυζαντινή αγιογραφία, είναι εμφανής η αισθητική αντιμετώπιση του θανάτου. Ο Hoelderlin υμνεί μέσω του Μένωνα την νεκρή Διοτίμα λέγοντας:


Μόνην εσένα συντηρεί το φως σου, ηρωίδα, μέσα στο φως,...,

Εκεί όπου ανθίζεις και αναπαύεσαι μέσα στα ρόδα του έτους (...)

Ναι! Είναι αυτή η ίδια! Ακόμη αιωρείται ενώπιόν μου ολόσωμη,

με βήμα σιωπηλό, όπως και άλλοτε, η Αθηναία. [9]


Ο Poe, πάλι, ο ποιητής που «με την μισή του καρδιά κατοικεί σε άλλους κόσμους», όπως λέει ο Boedes, ανευρίσκει στις πραγματικές ή φανταστικές νεκρές του αγαπημένες μια απόκοσμη ομορφιά, μια περίεργη αισθητική απόλαυση :


The sweet Lenore hath "gone before," with Hope, that flew beside,

Leaving thee wild for the dear child that should have been thy bride.

For her, the fair and debonair, that now so lowly lies,

The life upon her yellow hair but not within her eyes

The life still there, upon her hair- the death upon her eyes. [10]


Σε άλλο ποίημα του πάλι, ο θάνατος προσθέτει μάλλον παρά αφαιρεί γοητεία από την αγαπημένη του:


For the moon never beams without bringing me dreams

Of the beautiful Annabel Lee;

And the stars never rise but I feel the bright eyes

Of the beautiful Annabel Lee;

And so, all the night-tide, I lie down by the side... [11]


Την αισθητική αξία που μπορεί να έχει ο θάνατος εκφράζει όμως άριστα ο Καρυωτάκης όταν αναφερόμενος υποδηλωτικά στην αυτοκτονία που πάντα απασχολούσε την βασανισμένη του σκέψη, γράφει στο αρτιότερο και εκφραστικότερό του ίσως ποίημα:


Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους

μαίανδροι με καλούνε στον χορό τους.

Η ευτυχία μου σκέφτομαι θα ’ναι

ζήτημα ύψους.

(...)έτσι, με πλαίσιο τώρα το ταβάνι,

πολύ θ’ αρέσω.


Ο λογοτέχνης και γενικότερα ο καλλιτέχνης συχνά αντιμετωπίζει τον θάνατο περισσότερο ως αισθητικό γεγονός παρά ως ένα αναπόφευκτο φυσικό τέλος. Αλλά και ο απλός άνθρωπος αντιμετωπίζει αισθητικά τον θάνατο, ίσως επειδή όλοι κρύβουμε μέσα μας μια καλλιτεχνική φύση, ίσως διότι η αισθητική αξία καλύπτει το απωθητικό πρόσωπο του θανάτου. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην αντιμετώπιση του ηρωικού θανάτου και της θυσίας.

Όταν αφήνουμε την σκέψη μας να περιπλανηθεί στα μονοπάτια της δόξας και της μνήμης, τότε εκστασιασμένοι σταματάμε μπροστά στα μνημεία του ηρωισμού και με βλέμμα γεμάτο δέος και θαυμασμό ατενίζουμε τα πρόσωπα του Διάκου, του Υψηλάντη, του Λεωνίδα, των Σουλιωτισσών και των Μεσολογγιτών. Το δέος αυτό οφείλεται στην αίσθηση, ή καλλίτερα στην γνώση, πως αυτοί οι άνθρωποι προσέφεραν την ζωή τους για κάτι υψηλότερο από αυτήν, και έκαναν κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο και συνηθισμένο. Πως όμως τους ανασύρουμε στην σκέψη μας; Ποια είναι η μορφή τους;

Ας αναλογισθούμε τις Σουλιώτισσες και ας προσπαθήσουμε να συγκρατήσουμε την εικόνα τους. Η εικόνα αυτή δεν έχει προέλθει από την αίσθηση, αφού δεν ήμασταν μάρτυρες της πράξης ούτε φωτογραφικό υλικό υπάρχει. Άρα μόνο την ιδέα του γεγονότος έχει σχηματίσει ο νους μας, μια ιδέα που σύμφωνα με τον Hume δεν ανταποκρίνεται στην εξωτερική πραγματικότητα, αφού δεν πηγάζει από κάποια εντύπωση. Τι αντιπροσωπεύει τότε η εικόνα αυτή; Κατά την αντίληψή μου αντιπροσωπεύει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η διάνοιά μας τον ηρωικό θάνατο με αισθητικούς όρους. Τι είναι λοιπόν αυτό που «βλέπουμε»; Μια σειρά από περήφανες γυναίκες να χορεύουν αγέρωχες τα βήματα ενός χορού που τις οδηγεί στο βάραθρο. Η μια μετά την άλλη, πιασμένες από το χέρι, με βλέμμα περήφανο και αδούλωτο εγκαταλείπουν την μυτερή προεξοχή της γης, τον προσωρινό τους σύνδεσμο με την ζωή και... Και ύστερα; Βλέπουν τα μάτια της ψυχής μας την συνέχεια; Βλέπουν τα τσακισμένα κορμιά; Περιδιαβαίνουν ανάμεσα στα διάσπαρτα μέλη και τα ματωμένα ρούχα; Τα δικά μου μάτια τουλάχιστον όχι. Σταματούν να κοιτούν λίγο αφ’ ότου τα πόδια των Σουλιωτισσών εγκαταλείψουν την στενή γλώσσα της γης. Νομίζω πως και των περισσοτέρων η σκέψη στο σημείο αυτό εγκαταλείπει το εσωτερικό αυτό θέαμα και αναζητεί ένα νέο αντικείμενο ενατένισης. Πιθανόν να μεταβεί στο Κούγκι, για να κλίνει το γόνυ στον Καψάλη και τους συντρόφους του. Θα δει όλα τα γεγονότα άραγε; Μάλλον όχι. Το πιθανότερο είναι πως θα σταματήσει στην έκρηξη. Καθώς η στήλη της φωτιάς θα υψώνεται πεινασμένη στον ουρανό και τα μάτια θα κλείνουν από την λάμψη, καθώς ο ήχος της έκρηξης θα δονεί την ατμόσφαιρα, η εικόνα θα παγώσει, έτσι ώστε το μάτι της ψυχής να μην δει την συνέχεια. Όταν ο ορυμαγδός σβήσει και η σκόνη κατακαθίσει, αποκαλύπτοντας αιματοβαμμένα συντρίμμια και ανθρώπινα αποκαΐδια, η φαντασία μας θα σπεύσει να εστιάσει αλλού το ενδιαφέρον της. Η εικόνα της φρίκης δεν θα την βρει παρούσα, παρόλο που αποτελεί το επιστέγασμα του ηρωισμού, παρόλο που χωρίς την τραγική αυτή κατάληξη η θυσία δεν θα ήταν θυσία και ήρωας θα μπορούσε να γίνει ο καθένας. Θα έλεγε κανείς και δικαιολογημένα, πως «λογοκρίνοντας» το δραματικό τέλος, η εσωτερική μας όραση χάνει την ουσία του γεγονότος που η ίδια επέλεξε να παρακολουθήσει.

Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Γιατί η διάνοιά μας, που ελεύθερα επέλεξε το πεδίο θέασης, είναι τόσο επιλεκτική στην ενατένιση τέτοιων γεγονότων; Μήπως ο ηρωικός θάνατος δεν είναι η καλλίτερή της στιγμή; Ελάχιστοι θα συμφωνήσουν με αυτό, ειδικά οι ποιητές. Η απάντηση είναι δύσκολη, μπορεί κιόλας να μην υπάρχει. Ούτως ή άλλως μας είναι αδιάφορη στα πλαίσια της διερεύνησης της στάσης μας απέναντι στην εθελοθυσία και στον ηρωικό θάνατο. Το θέμα είναι πως, ότι και αν είναι αυτό, συμβαίνει. Και επειδή συμβαίνει, μπορούμε να ενατενίσουμε τον ηρωικό θάνατο μέσα στην λάμψη του. Και επειδή μπορούμε να τον δούμε έτσι, λαμπρό και ακτινοβόλο, μας είναι αποδεκτός. Όχι μόνο για τούτο, αλλά και για τούτο. Επειδή είναι αισθητικά αποδεκτός τον αξιολογούμε θετικά, τον εντάσσουμε συνήθως στην αισθητική κατηγορία του υψηλού, και έτσι τον λογικοποιούμε, τον εξιδανικεύουμε και τον κρίνουμε διαφορετικά από τις άλλες μορφές θανάτου. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο, κατά την άποψή μου, να αξιολογούνταν εξίσου θετικά ο ηρωικός θάνατος εάν η σκέψη μας ακολουθούσε την αλληλουχία των γεγονότων μέχρι το τέλος. Η αισθητική μας θα επαναστατούσε και το γεγονός θα τύχαινε άλλης αντιμετώπισης, θα έχανε ίσως το μεγαλύτερο μέρος της λάμψης που το περιβάλλει. Χωρίς να είναι η αισθητική «συνάδεια» ο αποκλειστικός λόγος αποδοχής, πεποίθησή μου είναι πως έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.

[selida]


Η αυτοκτονία


Σκοποθεσία


Είναι εξαιρετικά δύσκολο ο ανθρώπινος νους να ανέβρη κάποια μορφή λειτουργικότητας στην αυτοκτονία. Ακόμη και η εκλογίκευση της πράξης είναι συνήθως δύσκολη, παρόλο που σε άλλες ομοίως δυσάρεστες δράσεις του ανθρώπου χρησιμοποιείται κατά κόρον. Είμαστε έτοιμοι να δικαιολογήσουμε την πείνα που μαστίζει τον πλανήτη, τους πολέμους που πνίγουν ολόκληρους λαούς στο αίμα τους, καθώς και κάθε φυσική καταστροφή. Για όλα αυτά υπάρχει ένα καταφύγιο μέσα από το οποίο η - δυναμιτισμένη από τον παραλογισμό των παραπάνω- ανθρώπινη λογική θα πολεμήσει για να περισώσει την ουσία ή την επίφασή της. Πολλές φορές θα ανακαλύψει ακόμη και ένα θεϊκό σχέδιο πίσω από την φρικαλεότητα. Η εκλογίκευση θα φτάσει μέχρι του σημείου να χειροκροτήσει το έγκλημα ή τον πόλεμο, ακόμα και όταν ξεκινά από διαφορετικές αφετηρίες. Την αυτοκτονία όμως δύσκολα μπορεί ο άνθρωπος να την δικαιολογήσει. Για τον λόγο αυτό ακόμη και η εκκλησία, η καθολική τουλάχιστον, παρόλο που δεν διακρίνεται για την προοδευτικότητά της, δεν δυσκολεύεται να αναγνωρίσει ως λόγο αυτοκτονίας την πνευματική διαταραχή, ακόμη και για ανθρώπους αποδεδειγμένα ισορροπημένους μέχρι της στιγμής της αυτοκτονίας τους. Εντελώς παράλογα, μάλιστα, το τεκμήριο της λογικότητας που η κοινωνία θεωρεί αμάχητο για όποιον τουλάχιστον κυκλοφορεί ελεύθερα ανάμεσά μας, για τον αυτόχειρα αντιστρέφεται εντελώς. Έτσι, για να μην ταφεί ο αυτόχειρας κατά τον τύπο, πρέπει να αποδειχθεί πως όταν επιχειρούσε το επιτυχημένο απονενοημένο του διάβημα, έστεκε καλά στα λογικά του. Αντίθετα, ο serial killer θεωρείται λογικότατος μέχρι να αποδειχθεί επιστημονικά το αντίθετο. Ο εκ πρώτης όψεως παραλογισμός της σύγκρισης δικαιολογείται απόλυτα εάν λάβουμε υπ’ όψη μας τις εγγενείς ιδιαιτερότητες της αυτοκτονίας.

Πολλοί στοχαστές έχουν κατά καιρούς υπεραμυνθεί της επιλογής της αυτοχειρίας, μερικοί μάλιστα θεωρώντας την μονόδρομο για ένα λογικό όν. Ο Τολστόι θεωρεί στο έργο του πως οι θλίψεις, οι ταλαιπωρίες και το άφευκτο του θανάτου όχι μόνο δικαιολογούν την αυτοκτονία, αλλά την καθιστούν μοναδική διέξοδο από έναν φαύλο κύκλο αδικαιολόγητης και χωρίς νόημα φθοράς. «Μόνον αν εκλάβει κανείς περιορισμένα την ζωή, θα μπορούσε να της δώσει κάποια αξία. 'Όταν όμως την δει μακροπρόθεσμα ενόψει του άφευκτου θανάτου, αυτή δεν έχει κανένα νόημα και καμιά αξία, και τότε δεν χάνει κανείς τίποτε αρνούμενός την, απεναντίας, είναι καλύτερα κάποιος να πεθάνει, παρά να ζει μιαν άχρηστη, καταδικασμένη ήδη στην μηδαμινότητα ζωή». Άλλοι πάλι στοχαστές βλέπουν την αυτοκτονία ως έσχατη και κορυφαία απόδειξη της ανθρώπινης ελευθερίας, όπως ο Ντοστογέφσκυ, που θεωρεί στους Δαιμονισμένους πως «όποιος επιζητεί την υπέρτατη ελευθερία, αυτός πρέπει να έχει την τόλμη να σκοτώσει τον εαυτό του... Παραπέρα ελευθερία δεν υπάρχει. Εδώ είναι όλα και παραπέρα δεν υπάρχει τίποτε». Σαν λύτρωση, λοιπόν, αλλά και σαν εκδήλωση της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου έχει αντιμετωπισθεί η αυτοκτονία. Και εάν η πρώτη άποψη έχει την ανάγκη και την απελπισία που την βαραίνουν, η δεύτερη έχει την λάμψη του αυτοκαθορισμού, είναι η περήφανη άρνηση, το περιφρονητικό γύρισμα της πλάτης σε έναν άδικο κόσμο και έναν σκληρό δημιουργό, μια ένδοξη έξοδος. Και άλλες φωνές έχουν ακουστεί υπέρ της αυτοκτονίας, οι οποίες αντιμετωπίζουν το ζήτημα ηθικά και λειτουργικά. Μία από αυτές κραυγάζει πως το να επιθυμεί ο άνθρωπος να συνεχίσει να ζει ύστερα από κάποια ηλικία αποτελεί από μόνο του ηθικό ελάττωμα. Τι περισσότερο μπορεί να περιμένει κανείς από την ζωή ύστερα από εξήντα, λόγου χάριν, χρόνια; Γιατί να επιβαρύνεται το κοινωνικό σύνολο από την ύπαρξη των αναξιοπαθούντων με την ανέλπιδη ζωή; Υπό αυτές τις απόψεις η επιλογή της αυτοκτονίας επιδαψιλεύει ηθικές δάφνες στον τολμηρό.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως η σκοπιμότητα στην αυτοκτονία δεν έχει μείνει καθόλου χωρίς υποστηρικτές, ούτε τα υπέρ της επιχειρήματα στερούνται ποικιλίας και λογικοφάνειας. Κάθε άλλο. Η βαρύτητα των ονομάτων που την θεώρησαν σκόπιμη είτε θεωρητικά είτε επιλέγοντάς την οι ίδιοι, δεν μας επιτρέπει να την προσπεράσουμε αδιάφορα. Και όμως. Στην κοινωνική συνείδηση ή στο συλλογικό ασυνείδητο, όπου και εάν στρέψουμε την σκέψη μας θα διαπιστώσουμε πως όλη αυτή η φιλολογία δεν έχει καμία επίπτωση. Η πρώτη αντίδραση εκάστου εξ ημών στην είδηση της αυτοκτονίας ενός οικείου προσώπου είναι η γνήσια απορία, ενώ η θλίψη ή η οδύνη συνήθως έπονται. Μπορεί τα αίτια της επιλογής του αυτόχειρα να είναι ήδη γνωστά, μια ανίατη επώδυνη ασθένεια, μια ζωή που ξαφνικά έχασε το νόημά της ή τόσα άλλα, όμως το πρώτο που θα ρωτήσουμε είναι «γιατί;»

Η αυτοκτονία σαν πρακτικό ζήτημα είναι ουσιαστικά ακατανόητη. Μπορεί θεωρητικά να την δεχόμαστε ως πράξη τιμής ή ανάγκης, ή ακόμη και ως λογικό επόμενο ενός συγκεκριμένου τρόπου στοχασμού, όμως ο νους μας όταν την προσεγγίσει σαν άμεσο γεγονός θα κινηθεί μακριά και από τις παρυφές ακόμη της αποδοχής. Και αυτό γιατί η όποια σκοπιμότητα κρύβεται πίσω από την πράξη του αυτόχειρα φαντάζει ιδιαίτερα ασθενής μπροστά σε αυτό που αποκλείει η πράξη του. Η ανθρώπινη διάνοια, η οποία θα αναγνωρίσει σκοπιμότητα σε κάποια πράξη και έτσι θα την εντάξει σε κάποιο σύστημα λογικής, είτε για να την αποδεχθεί είτε για να την επικρίνει, έχει σαφώς περιορισμένα όρια. Και τα όρια αυτά τίθενται από την ένστικτη ανάγκη για διατήρηση της ύπαρξης. Αυτήν την ανάγκη αρνείται η επιλογή του θανάτου. Ένα φρικτό έγκλημα θα προκαλέσει την αποστροφή μας, την επίκριση και τελικά την τιμωρία του δράστη. Η πράξη του όμως θα χαρακτηρισθεί με όρους που το κοινωνικό σύνολο χρησιμοποιεί, γιατί το έγκλημα ή η φρικαλεότητα είναι μέσα στην ζωή, και για τον λόγο αυτό εντελώς μέσα στην λογική μας. Κάθε πράξη, κατακριτέα ή μη, αρεστή ή δυσάρεστη, λειτουργική ή ατελέσφορη, κάτι προωθεί, σε κάτι σκοπεύει, το οποίο σαφώς κινείται στα όρια της ύπαρξης. Η αυτοκτονία, όμως, αποτελεί εξ ορισμού εκμηδενισμό της ύπαρξης, και για τούτο δεν προωθεί τίποτε από αυτά που ο ανθρώπινος νους έχει φτιαχτεί για να θεωρεί ως σκοπούς. Πως μπορεί κάποιος, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, και όσο φριχτή και εάν είναι η κατάστασή του, να επιλέξει την ανυπαρξία από την ύπαρξη; Και πώς μπορεί η ανθρώπινη σκέψη να δεχθεί την επιλογή αυτή, την στιγμή που το επιλεγόμενο όχι μόνο εντελώς άγνωστο και ξένο είναι στον ανθρώπινο νου, αλλά και εντελώς ασύλληπτο; Στην πραγματικότητα, όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε μια πράξη, το κάνουμε κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό έχοντας προ οφθαλμών τον σκοπό της. Η πράξη φωτίζεται από αυτόν, ακόμη και εάν μας απωθεί. Ο άνθρωπος είναι, πιστεύω, έτοιμος να αποδεχθεί οτιδήποτε ως σκοπό. Έχει αποδεχθεί ως τέτοιους την αλόγιστη δίψα για δύναμη, την εγκληματική ανάγκη για προσωπική ικανοποίηση, την επικράτηση μέσα από τον εκμηδενισμό του άλλου. Το μόνο στο οποίο δεν μπορεί να διακρίνει κάποιον σκοπό, είναι ο αυτοεκμηδενισμός της ύπαρξης.

Βεβαίως, όλα τα παραπάνω έχουν ισχύ μόνο καθ’ όσον ο περί αυτοκτονίας λόγος περιορίζεται στην αντιμετώπισή της ως φυγής από την ζωή. Η αυτοκτονία όμως είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, πράξη τιμής. Είναι γνωστό πως στην αρχαία Ελλάδα η αυτοκτονία αποκτούσε νόημα και σκοπό εν όψει ενός ατιμωτικού θανάτου. Το εγκώμιο που ο Πλούταρχος πλέκει στον Δημοσθένη για τον τρόπο που επέλεξε να τερματίσει την ζωή του, αντιπαραβάλλοντας την περήφανη στάση του μεγάλου Αθηναίου ρήτορα με αυτήν του Κικέρωνα, μας δείχνει ξεκάθαρα ποια είναι η στάση του αρχαίου Έλληνα απέναντι στην αυτοκτονία ως ζήτημα τιμής. Στην ηθική της Ανατολής πάλι, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί υπό τις επιδράσεις του Κομφουκιανισμού και του Ζεν, η αυτοκτονία δικαιώνεται σε ένα πλήθος περιστάσεων. Ο ηθικός κώδικας αυτός, ειδικά στην Ιαπωνία όπου και διαμορφώθηκε, βρίσκεται ακόμη σε ισχύ. Όταν ο άνθρωπος αποτύχει στο καθήκον για το οποίο τον έχει προορίσει η κοινωνία ή η κάστα του, εν όψει της ατίμωσης είναι ηθικά αναμενόμενο να τερματίσει την ζωή του, η οποία έχει χάσει κάθε νόημα. Τότε αναδεικνύεται σε ηθική μορφή και περιβάλλεται με την λάμψη του ανθρώπου που ανταποκρίθηκε στην αποστολή του και τίμησε τους γονείς και την κάστα του. Ο κώδικας Bushido από τότε που βλάστησε στο γόνιμο έδαφος της φεουδαρχίας κατά τον 16ο αιώνα, άνοιξε δρόμους στην σινοϊαπωνική ηθική οι οποίοι παραμένουν ακόμη ενεργοί, όπως δείχνουν οι αυτοκτονίες επιφανών προσώπων της ιαπωνικής κοινωνίας ενόψει ή κατόπιν της αποτυχίας τους να επιτελέσουν το όποιο καθήκον τους, καθώς και οι χιλιάδες των απλών ανθρώπων που επισκέπτονται κάθε χρόνο το Fuji Yama για να προβούν στην τελευταία πράξη της ζωής τους.

Η εξήγηση για τα παραπάνω είναι απλή: ενώ η δυτικές κοινωνίες θέτουν ως ύψιστο αγαθό την ζωή και την προστατεύουν με ένα πανίσχυρο πλέγμα νομικών και ηθικών επιταγών, για κάποια άλλα ηθικά συστήματα το αγαθό της ζωής υποτάσσεται σε αυτό της τιμής ή στην επιτέλεση του καθήκοντος. Έτσι η αυτοκτονία αποκτά νόημα εάν αποσκοπεί σε αυτό, ή αντίθετα, εάν η τιμή έχει τρωθεί και η επιτέλεση του καθήκοντος έχει καταστεί ανέφικτη, τότε η αυτοκτονία έρχεται να απαλλάξει τον δράστη της από ένα άσκοπο ή ακόμη και επονείδιστο άχθος: την ίδια του την ζωή.

Υπό το πρίσμα αυτό ιδωμένη η αυτοκτονία ταυτίζεται, βέβαια, με τον ηρωικό θάνατο, τόσο στην σκοποθεσία της όσο και στην θεμελίωσή της. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το στοιχείο του ηρωισμού που εμπεριέχει κάθε πράξη τιμής, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή ταυτίζεται με την εκούσια αφαίρεση της βάσης κάθε αγαθού, της ίδιας της ζωής του δράστη. Για τον λόγο αυτό μπορεί κατά την άποψή μου η αυτοκτονία ως ζήτημα τιμής να θεωρηθεί ως μια άποψη του ηρωικού θανάτου. Αν ο σκοπός είναι αυτός που καθορίζει την πράξη, τότε διαφέρουν μεταξύ τους μόνο ποσοτικά.

[selida]


Αισθητική


Η αισθητική προσέγγιση της αυτοκτονίας δεν μπορεί παρά να είναι πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στις διάφορες όψεις που αυτή μπορεί να πάρει ανάλογα με τα κίνητρα και την σκοποθεσία αυτού που την επιτέλεσε, αλλά και στις πολλαπλές όσο και αντιφατικές αντιδράσεις που ο θάνατος μας προκαλεί. Και επειδή η αυτοκτονία δεν αποτελεί φυσικό τέλος, αλλά επιλογή του ανθρώπου, αυτή αποτελεί το σημείο όπου η ζωή συναντά τον θάνατο. Την στιγμή που ο αυτόχειρας παίρνει την τελική του απόφαση, είναι ταυτόχρονα ζωντανός και νεκρός, πράγμα που δεν συμβαίνει για παράδειγμα με αυτόν που πεθαίνει από γηρατειά. Αυτή η πράξη που ενοποιεί τα έσχατα όρια της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, η επιλογή που θα οδηγήσει στην εξαφάνιση των επιλογών, αιχμαλωτίζει το βλέμμα, μαγνητίζει το νου, με τον τρόπο που το τίποτα μαγνητίζει την ύπαρξη, που το φοβερό καθίσταται ελκυστικό. Είναι γνωστό πως ακόμη και οι άνθρωποι που τρέμουν τα φίδια πολλές φορές παγώνουν, αδύναμοι να πραγματοποιήσουν τις εντολές της λογικής, παρακολουθώντας έναν επικίνδυνο κροταλία να τους πλησιάζει. Τα πολύνεκρα, επίσης, ατυχήματα στους αυτοκινητοδρόμους είναι, κατά τις στατιστικές, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες πρόκλησης —εκ νέου- ατυχημάτων, και αυτό διότι μαγνητίζουν το βλέμμα των διερχομένων. Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος αρέσκεται στην θέα πραγμάτων που τα θεωρεί αποκρουστικά, τον μαγεύει, εκτός από το ωραίο, και το γκροτέτσκο.

Και η αυτοκτονία είναι ένα κατεξοχήν γκροτέσκο αντικείμενο θέασης. Σε ότι αφορά στην εικόνα του προσώπου που την διαπράττει, έτσι όπως την έχουμε στο μυαλό μας, σε ότι την αφορά στην εκτέλεση της πράξης αλλά και σε αυτό που τελικά μένει, σε όλα τα στάδιά της είναι κάτι το αλλόκοτο, το απόκοσμο. Ας προσπαθήσουμε να φέρουμε στο μυαλό μας τις τελευταίες στιγμές ενός αυτόχειρα, και ας του επιτρέψουμε να μετέλθει όποιον τρόπο αυτός επιθυμεί: απαγχονισμό, πνιγμό, πυροβολισμό ή ότι άλλο. Η αγωνία της προετοιμασίας, η αγωνία του τέλους, οι αφύσικες στάσεις και γωνίες που το κορμί θα πάρει...Με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσαμε να εντάξουμε τις εικόνες αυτές στην αισθητική κατηγορία του ωραίου. Όλα αυτά απάδουν της ανθρώπινης αισθητικής, φέρνουν στα χείλη την λέξη «αποτρόπαιο».

Το γεγονός ότι η σκέψη μαγνητίζεται, ότι ο ανθρώπινος νους δεν απομακρύνει το βλέμμα του παγωμένος, δεν καθιστά το θέαμα λιγότερο ή περισσότερο αποτρόπαιο. Είναι απλά ένα θέαμα αισθητικά δυνατό, κάτι που θα συλλάβει το βλέμμα και θα το καθηλώσει επάνω του, και σε καμία περίπτωση δεν θα το αφήσει να προσπεράσει αδιάφορα. Νομίζω πως κάπως έτσι η ιδέα της αυτοκτονίας μαγνήτισε τον Καρυωτάκη και τον Πόε, τον Νοβάλις και τόσους άλλους. Αυτό που τραγούδησαν και ζωγράφισαν ήταν το αρρωστημένο φως της και η απόκοσμη άχλη της, και σε καμία περίπτωση το κάλλος και η αρμονία της.

Αν περάσουμε στην άλλη πλευρά της αυτοκτονίας, αυτήν που χαρακτηρίζεται πράξη τιμής, θα διαπιστώσουμε πως τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Την ώρα που ο Δημοσθένης δαγκώνει την κάλαμο ή πίνει το κώνειο ο Σωκράτης, την ώρα που ο Ιάπωνας πολέμαρχος ακολουθώντας το τελετουργικό τυπικό στρέφει το σπαθί στα σπλάχνα του, τότε δεν υπάρχει τίποτα το αρρωστημένο, δεν αχνοφέγγει η λάμψη του απόκοσμου. Και πάλι βέβαια δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα θέαμα ελκυστικό, για κάτι όμορφο. Πρόκειται όμως για θέαμα υψηλό, με την αισθητική έννοια της λέξης, για κάτι που μας επιβάλλεται με το βάρος και τον όγκο του χωρίς υποχρεωτικά να μας αρέσει. Και είναι γνωστό πως ολόκληρες περίοδοι της ανθρώπινης καλλιτεχνικής δημιουργίας διέπονται από την αισθητική κατηγορία του υψηλού, χωρίς αυτό καθόλου να μειώνει την αξία τους. Το βάρος και η επιβλητικότητα του baroque άλλωστε, έγινε αντικείμενο θαυμασμού και χρησιμοποιήθηκε πολύ περισσότερο από την χάρη και το ανάλαφρο κάλλος του rococo.

Γενικά, εάν σταθούμε απέναντι στην αυτοκτονία με διάθεση να την κατηγοριοποιήσουμε αισθητικά θα διαπιστώσουμε αφ’ ενός πως μια ενιαία αντιμετώπιση του φαινομένου είναι ιδιαίτερα δύσκολη, αφ’ ετέρου πως τα συναισθήματα που η πράξη αυτή και οι εικόνες που μας φέρνει στο νου, στην καλλίτερη περίπτωση, δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικές. Ένα γεγονός σαν την αυτοκτονία, το οποίο υποχρεωτικά φέρει μαζί του πλήθος εικόνων γεμάτων δύναμη και σκληρότητα που καθηλώνουν το βλέμμα, είναι δύσκολο να το συλλάβει κάποιος χωρίς να χρησιμοποιήσει εικόνες. Δεν είναι ζήτημα το οποίο καλούμαστε να περάσουμε απλά από την σκέψη μας, ούτε κάτι επί του οποίου μπορούμε να κάνουμε μια ανώδυνη λογική ανάλυση. Η αυτοκτονία είναι ζήτημα υπαρξιακό, κάτι που θα αναστατώσει τον εσωτερικό, τον έσχατο πυρήνα της ύπαρξης φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με την απόλυτη μορφή ανυπαρξίας: τον οικειοθελή εκμηδενισμό. Την υπόστασή της αυτή η αυτοκτονία δεν την στερείται όταν την εξετάσουμε αισθητικά: σε κάθε της στάδιο οι εικόνες που την περιγράφουν είναι ξένες εντελώς στον τρόπο που ο άνθρωπος υπάρχει. Αυτός είναι και ο λόγος που μας προκαλεί δυσφορία η θέασή της, έστω και η νοητική. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: μπορούμε να εστιάσουμε την σκέψη μας στην αυτοκτονία ή και απλά να την φέρουμε στο μυαλό μας παραλείποντας τις εικόνες; Η απάντηση είναι αρνητική, και ο λόγος είναι αυτός που προαναφέρθηκε: οι εικόνες αυτές είναι πολύ δυνατές για να τις παραλείψουμε. Το ερώτημα λοιπόν που νομοτελειακά προκύπτει είναι εάν κάτι που σε τόσο δύσκολη θέση μας φέρνει αισθητικά θα μπορούσαμε να το αξιολογήσουμε ως ηθικό αγαθό. Αντιστρέφοντας το ερώτημα: εάν η αυτοκτονία ήταν αισθητικά ευχάριστη ή ακόμη και απολαυστική, θα ήταν η ηθική της αξιολόγηση ακριβώς αυτή που είναι υπό τις δεδομένες συνθήκες;

[selida]



Ευθανασία


Σκοποθεσία


Σε αντίθεση με ότι αφορά στην αυτοκτονία, στην περίπτωση που κάποιος επιλέγει την ευθανασία για να δώσει τέλος στην ζωή του, είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσουμε έναν ξεκάθαρο σκοπό, ένα διακριτό κίνητρο. Εκείνος που επιλέγει την έξοδο αυτή από την ζωή, έχει πάντα ένα συγκεκριμένο προφίλ: η ζωή του έχει γίνει αφόρητη και δεν μπορεί ο ίδιος να δώσει τέλος στο μαρτύριό του. Το γεγονός αυτό προσθέτει και μια άλλη σημαντική παράμετρο: Η αυτοκτονία είναι κάποτε αποτέλεσμα παρόρμησης που διαμορφώθηκε υπό το βάρος υποκειμενικών προβλημάτων ή πιθανότατα προσωρινών δυσάρεστων συγκυριών. Η θυσία μερικές φορές είναι μονόδρομος και ηρωική έξοδος —όταν ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και μόνο ο τρόπος του αντικείμενο επιλογής. Αντίθετα, η ευθανασία είναι συνηθέστατα αποτέλεσμα περισσής σκέψης από την πλευρά του αιτούντος και αφόρητης πίεσης από το αίτιο του πάθους. Δεν αποφασίζει κανείς εύκολα, εάν δεν το έχει σκεφθεί σε βάθος και εάν δεν πιέζεται ανυπόφορα, να ζητήσει να τερματισθεί η ζωή του με τρόπο που θα επιβαρύνει αυτούς που θα τον βοηθήσουν —συνήθως αυτοί είναι άμεσοι συγγενείς ή αγαπημένοι φίλοι. Πιθανόν να είναι εύκολο κάποιος να σκοτώσει, ακόμη και τον εαυτό του. Αυτό το αποδεικνύει το πλήθος των αυτοχείρων. Σίγουρα είναι ευκολότερο κάποιος να αποπειραθεί να σκοτώσει τον εαυτό του —αυτό το δείχνει ο κατά πολύ μεγαλύτερος αριθμός αυτών που επιχειρούν και αποτυγχάνουν. Αυτό που φαντάζει αδύνατο είναι κάποιος να ζητήσει να θανατωθεί. Το γεγονός πως αυτό συμβαίνει στην ευθανασία, την περιβάλλει με τον μανδύα τουλάχιστον της αναγκαιότητας.

Και η ουσία, λοιπόν, και ο τρόπος της ευθανασίας υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός σκοπού, την ύπαρξη μιας ανάγκης. Και ο ανθρώπινος νους είναι έτοιμος να καταλάβει τον σκοπό και την ανάγκη. Στην περίπτωση της ευθανασίας ο σκοπός είναι προφανής: η αποφυγή του πόνου και του εκφυλισμού, η διάσωση των έσχατων υπολειμμάτων ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Η αποφυγή του πόνου είναι αυτονόητο πως αποτελεί ένα βασικό κίνητρο δράσης όλων των ζωντανών οργανισμών. Για τους ανθρώπους, όπως και για τα ζώα, λειτουργεί σαν τον πιο αποτελεσματικό δάσκαλο. Δεν είναι μάλιστα μακριά οι εποχές που ο πόνος αποτελούσε εκπαιδευτικό μέσο. Μαθαίνουμε να αποφεύγουμε τον πόνο, και μαθαίνοντας αυτό αναπτύσσουμε τις βασικότερες κοινωνικές μας δεξιότητες. Οι περισσότεροι κώδικες που καθορίζουν την ζωή μας έχουν σαν σκοπό το άτομο που θα τους ακολουθεί να αποφεύγει τον πόνο. Κατά τον Επίκουρο, μάλιστα, η αποφυγή του πόνου και η επιδίωξη της ηδονής αποτελούν τους άξονες γύρω από τους οποίους ο άνθρωπος διαμορφώνει την δράση του, πράγμα που φαντάζει λογικό. Ο άνθρωπος βέβαια δεν πράττει πάντα αυτό που θα επιφέρει την μέγιστη ηδονή, ενώ πολλές φορές επιλέγει την οδύνη, όπως επίσης είναι πια αποδεκτό πως αυτό που γίνεται δεν σημαίνει πως πρέπει κιόλας να γίνεται. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός πως ο πόνος απωθεί τον άνθρωπο ενώ η ηδονή τον έλκει, και με τον τρόπο αυτό να του στερήσει το δικαίωμα να κατανοεί μια πράξη η οποία αποσκοπεί στην αποφυγή του πόνου.

Η διάσωση της αξιοπρέπειας, κατά δεύτερον, είναι ένας ακόμη αναγνωρίσιμος σκοπός. Είναι γεγονός, πως ο άνθρωπος που έχει βρεθεί σε σημείο τέτοιο ώστε, ούτε τον θάνατό του να μην μπορεί να επιφέρει, έχει περάσει σε μια διαφορετική μορφή ύπαρξης, στην οποία η αξιοπρέπεια συνήθως δεν έχει θέση. Όλοι μας γνωρίζουμε πως το χειρότερο που μπορεί να προκαλέσουμε στον εαυτό μας είναι ο θάνατος, υπό την έννοια πως όλα τα άλλα είναι αναστρέψιμα. Επίσης, για πολλούς, ο θάνατος λειτουργεί σαν μια χρυσή εφεδρεία, σαν το τελευταίο καταφύγιο, το οποίο, άσχετα με το εάν θα το χρησιμοποιήσουν, βρίσκεται εκεί και μπορούν ανά πάσα στιγμή να διαβούν οικειοθελώς τις πύλες του. Σε κάποια ηθικά συστήματα, όπως είδαμε νωρίτερα, αυτό αποτελεί πραγματική ανακούφιση για τον άνθρωπο. Ας βρεθούμε τώρα στην θέση του ανθρώπου που ακόμη και για τον θάνατό του εξαρτάται από τους άλλους. Παραμένει άνθρωπος, και μάλιστα στην πιο υπαρξιακή του στιγμή, αλλά σταδιακά απογυμνώνεται από όλα αυτά που κάνουν την ανθρώπινη ζωή άξια να βιωθεί. Κάποια στιγμή, όταν δεν του έχει απομείνει τίποτα για το οποίο να είναι περήφανος, διαπιστώνει πως η ζωή του υφίσταται κατά χάριν, στηρίζεται στην ανοχή των άλλων, δεν την κερδίζει ο ίδιος. Ακόμη χειρότερα, η ανοχή των άλλων ή και η φροντίδα, δεν προκαλούνται από το πρόσωπό του πάντα αλλά όλο και περισσότερο από την κατάστασή του. Παύει ολοένα και πιο πολύ να αποτελεί πρόσωπο και γίνεται κατάσταση. Χάνει σταδιακά όλες του τις επιλογές, δεν έχει λόγο ούτε ακόμη και για τούτο το έσχατο, εάν δηλαδή θέλει να συνεχίσει να ζει έτσι ή όχι. Υπό αυτές τις συνθήκες αυτό που ονομάζουμε ανθρώπινη αξιοπρέπεια ασφυκτιά και τελικά χάνεται, παίρνοντας μαζί της κάθε δυνατότητα αυτοκαθορισμού, την θεμελιωδέστερη ίσως ανθρώπινη ιδιότητα και αξία. Όταν ο άνθρωπος χάσει την ικανότητα —σωματικού- αυτοκαθορισμού και αυτενέργειας, τότε, δεδομένου ότι η ζωή δεν είναι μόνο μια διανοητική κατάσταση, ο άνθρωπος μετατρέπεται —ή νιώθει να μετατρέπεται- σε μια καρικατούρα του εαυτού του, χάνει την αυτοεκτίμησή του και παύει να βρίσκει νόημα στην παρατήρηση του εκφυλισμού του. Σε κανέναν δεν αρέσει να είναι θεατής στην ζωή, ειδικά στην δική του, όταν μάλιστα δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο.

Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι λογικό να υποστηρίξει κανείς πως η ευθανασία έχει έναν σκοπό ο οποίος δεν αντίκειται στην ανθρώπινη φύση, και ο οποίος είναι ξεκάθαρος και πολλές φορές ο μόνος εφικτός. Μπορούμε, βέβαια, να διατυπώσουμε μια σειρά ενστάσεων, αν λεπτολογήσουμε το θέμα, και να καταδικάσουμε την πρακτική αυτή ή να την αποδεχθούμε. Αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να την απορρίψουμε αβασάνιστα. Το γεγονός πως μέσα στην πράξη βρίσκεται ένας σκοπός κατανοητός από την πρώτη στιγμή όσο και λογικοφανής, αποτελεί κατά την άποψή μου τον λόγο για τον οποίο αυτό συμβαίνει. Σε τούτο οφείλεται πάλι το γεγονός πως η ηθική αντιμετώπιση της ευθανασίας είναι θετική από τις κοινωνίες. Παγκοσμίως, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την Ολλανδία και τις Η.Π.Α., αυτός που αντιστρατεύεται στην νομιμοποίησή της είναι το επίσημο κράτος, ενώ το κοινωνικό σύνολο τάσσεται με τρόπο σχεδόν ασυνείδητο υπέρ της. Η οργανωμένη εναντίον της ευθανασίας αντίδραση είναι πλέον συνήθως άτονη, ενώ η υπεράσπισή της ένθερμη και σε πολλές περιπτώσεις μαζική.

[selida]

Αισθητική


Είναι δύσκολο να αναφερθούμε στην ευθανασία χωρίς να φέρουμε στο νου μας εικόνες όχι ευχάριστες. Συνήθως το τοπίο είναι ένας θάλαμος νοσοκομείου, ένα κρεβάτι με τον ασθενή διασωληνωμένο, αφού η απόφαση για ευθανασία είναι όπως είδαμε νωρίτερα συνυφασμένη μάλλον με την αδυναμία διατήρησης της ζωής. Το θέαμα είναι μάλλον καταθλιπτικό, αποπνέει μια αποξένωση από την ζωή.

Ωστόσο το θέαμα δεν μας σοκάρει. Η εικόνα αυτή δεν είναι ξένη σε εμάς, δεν προσβάλλει την αισθητική μας. Δεν είναι θελκτική, αλλά δεν είναι και ανυπόφορη. Σε αυτό σίγουρα παίζει ρόλο και η συνήθεια, η εξοικείωση που ο καθένας μας έχει με παρόμοια θεάματα. Επιπλέον, η εικόνα αυτή δεν είναι αναπόσπαστα δεμένη με την ευθανασία. Το κρεβάτι και ο ασθενής, ο κυκεώνας από καλώδια μπορεί να περιγράφει οποιαδήποτε κατάσταση λαμβάνει χώρα σε ένα νοσοκομείο. Ενώ η αγχόνη έχει ένα βαθύτερο δεσμό με την αυτοκτονία, σε βαθμό τέτοιο ώστε βλέποντας μία αγχόνη να μην πηγαίνει η σκέψη μας σε τίποτε άλλο, η ευθανασία αντίθετα δεν συνδέεται οπτικά με κάτι από τα παραπάνω, σε βαθμό που στην θέα του να ανακαλείται η ιδέα της. Και αυτό συμβαίνει διότι όσα φανταζόμαστε όταν φέρνουμε στον νου μας την ευθανασία χρησιμοποιούνται μάλλον περισσότερο σε άλλες περιστάσεις παρά για την διενέργεια ευθανασίας. Ποιος μπορεί να ισχυρισθεί πως το νοσοκομειακό κρεβάτι ή οι γιατροί και ο εξοπλισμός είναι συνδεδεμένα στο συλλογικό ασυνείδητο με την ευθανασία, από την στιγμή που το ποσοστό των ανθρώπων στους οποίους διενεργείται ευθανασία σε ένα νοσοκομείο είναι αμελητέο, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό συνανθρώπων μας δεν έχουν ούτε καν διανοητικά έρθει σε επαφή με το θέμα αυτό;

Είναι αλήθεια πως η ευθανασία, παρόλο που είναι ένα ιδιαίτερα προκλητικό από ηθικής απόψεως ζήτημα και αποτελεί θέμα της εποχής, είναι ιδιαίτερα σπάνια στην πρακτική της ώστε να έχει οπτικά συνδεθεί με οτιδήποτε. Αυτό σημαίνει πως φέρνοντας στον νου μας την καταθλιπτική ιδέα του νοσοκομειακού δωματίου, παρόλο που βιώνουμε αυτήν την αισθητική δυσαρέσκεια, δεν μεταφέρουμε την διάθεσή μας στην αξιολόγηση της ευθανασίας, επειδή αφ’ ενός πρόκειται απλώς περί δυσφορίας, δηλαδή το συναίσθημα δεν είναι έντονο, αφ’ ετέρου διότι δεν μπορεί να γίνει άρρηκτη σύνδεση της εικόνας με την κατάσταση. Για τον λόγο αυτό υπάρχει η δυνατότητα για μια —κατ’ αρχήν- ουδέτερη προσέγγιση της ευθανασίας, αφού αυτή δεν έχει επιβαρυνθεί με δυσάρεστες ή απωθητικές εικόνες. Πιθανόν η κατάσταση να αλλάξει όταν, αναπόφευκτα, καθώς η ευθανασία θα μπαίνει περισσότερο στην ζωή μας, δημιουργηθούν συσκευές που θα εξυπηρετούν αποκλειστικά στην διενέργεια ευθανασίας. Τότε η ευθανασία θα πρέπει να σηκώσει και το αισθητικό της βάρος. Προς το παρόν όμως, θα μπορούσαμε να πούμε πως στερείται αισθητικής αξίας ή απαξίας.

[selida]

Συμπεράσματα


Ο θάνατος ως γεγονός είναι αδύνατο να προσεγγισθεί ηθικά. Το γιατί είναι αυτονόητο. Για να αποδοθεί ηθική τιμή σε μία πράξη, πρέπει αυτή να είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, και όχι ένα γεγονός αναπόφευκτο όπως ο θάνατος. Ούτως ή άλλως πρέπει να πρόκειται περί πράξης ή περί παράληψης, να υπάρχει δηλαδή δράστης. Στους ανωτέρω περιορισμούς ο θάνατος δεν ανταποκρίνεται παρά μόνο όταν είναι επιδεδιωγμένη πράξη.

Αρκετές φορές ο άνθρωπος, για διαφόρους λόγους, αποδεικνύεται απρόθυμος να εμπιστευθεί τον χρόνο του τέλους του στον δημιουργό του και παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Την στιγμή εκείνη ο θάνατος ως ανθρώπινη επιδίωξη θα χρωματισθεί ηθικά και θα αξιολογηθεί από το άτομο και την ομάδα. Ο άνθρωπος μπορεί να προκαλέσει τον θάνατό του είτε θυσιαζόμενος, είτε αυτοκτονώντας είτε ζητώντας να πεθάνει με την βοήθεια των άλλων, όταν ο ίδιος πια δεν μπορεί να βάλει τέλος στην ζωή του. Αυτοί τουλάχιστον είναι οι πιο συνήθεις τρόποι. Κάθε μία από τις μεθόδους αυτές, παρότι όλες απολήγουν στο ίδιο τέλος, αξιολογείται ηθικά με διαφορετικό τρόπο.

Ο θάνατος είναι γεγονός που έχει πολλές όψεις, ιδίως όταν είναι εθελούσιος. Και οι όψεις αυτές είναι ιδιαίτερα έντονες, δεν υπάρχει οπτική γωνία από την οποία θα δούμε τον θάνατο αδιάφορα. Άλλωστε πολυδιάστατος είναι και ο τρόπος με τον οποίο έχει αντιμετωπισθεί. Κάποιες φορές έγινε σκοπός, άλλοτε έγινε αισθητικό γεγονός, άλλες φορές μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Και καμιά από τις πλευρές του αυτές δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ούτε ρηχή ούτε ανώδυνη. Η αλήθεια είναι πως ο εθελούσιος θάνατος, μέσα από όποιο πρίσμα και εάν τον δούμε, συλλαμβάνει το βλέμμα, παγιδεύει τον νου και χρωματίζει την σκέψη με τρόπο ανεξίτηλο. Είναι μια υπόθεση μη καθημερινή και γι’ αυτό νιώθουμε να μας μαγνητίζει. Το ερώτημα είναι, με τόσες και τόσο έντονες πλευρές, πως είναι δυνατόν να μην υπάρχει αλληλοπεριχώρηση, να μην επηρεάζεται ο ηθικός κριτής από πλευρές του θανάτου που δείχνουν να ενσωματώνουν μεγάλο μέρος της υπόστασης και της ουσίας του;

Όλες οι πράξεις εμπεριέχουν τον σκοπό τους. Όταν ο σκοπός είναι αγαθός, τότε και η πράξη είναι θεμιτή. Μπορεί η ίδια η πράξη να είναι δυσάρεστη ή επίπονη, ή μπορεί και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί, όμως εάν ο σκοπός είναι αγαθός, ο άνθρωπος έχει την τάση να διάκειται ευνοϊκά απέναντι στην πράξη. Ο σκοπός, βέβαια δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο της ηθικής αξίας που μια πράξη θα προσλάβει. Τα μεγαλύτερα εγκλήματα μπορούν να διαπραχθούν στο όνομα ενός υψηλού σκοπού, και μάλλον έχουν ήδη πολλά διαπραχθεί. Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Δεν μπορούμε να συνάψουμε την ηθική αξία στην πρόθεση. Όταν όμως ο σκοπός είναι προφανής και χαρακτηρίζεται από το κοινωνικό σύνολο αγαθός, τότε τα πράγματα είναι πιο εύκολα.

Οι πράξεις χαρακτηρίζονται και από την αισθητική τους. Βέβαια, θα πει κανείς, στην περίπτωση αυτή θα χρησιμοποιηθούν αισθητικοί όροι. Η αισθητική εικόνα όμως πολλές φορές μεταφέρεται στην ηθική αξιολόγηση μιας πράξης, ίσως όχι αυτούσια, αλλά την επηρεάζει. Δεν διαμορφώνει, ούτε εκβιάζει την ηθική κρίση. Απλά δίνει πολλές φορές μια δεύτερη ευκαιρία στην πράξη, όταν δεν υπάρχει αισθητική απαξία, όπως είδαμε με την ευθανασία, και επηρεάζει την κρίση με τα χρώματα που χρησιμοποιεί, όπως είδαμε στον ηρωικό θάνατο. Σε αυτό συντελεί ασφαλώς το γεγονός πως η ηθική και η αισθητική πολλές φορές μοιράζονται τους ίδιους όρους.

Μπορούμε, δηλαδή, να διαπιστώσουμε πως στις μορφές εθελούσιου θανάτου που η κοινωνία αποδέχεται ηθικά ή απλώς ανέχεται, υπάρχει ένας λογικός, προφανής και αναγνωρίσιμος σκοπός. Επίσης υπάρχει και αισθητικά αποδεκτή εικόνα, ή τουλάχιστον ουδέτερη. Όμως το σημαντικό ερώτημα είναι εάν η συνύπαρξη αυτή είναι συμπτωματική ή εάν ανάμεσα στον σκοπό και την αισθητική του θανάτου και στην ηθική του αξιολόγηση υφίσταται σχέση αιτιώδης.

Θα ήταν παράδοξο όσο και βεβιασμένο να ισχυρισθεί κανείς πως η σχέση αυτή είναι αποκλειστική. Κάθε φορά δηλαδή που κάποιος πεθαίνει για έναν διακριτό και λογικό σκοπό με τρόπο αισθητικά αποδεκτό, η πράξη του θα κρίνεται ως ηθικά ορθή και θα επιβραβεύεται. Αυτό που με αξιώσεις μπορούμε να ισχυρισθούμε είναι πως, όταν οι ανωτέρω προαναφερθέντες λόγοι συντρέχουν, υπάρχει το υπόβαθρο για να λάβει μια πράξη θετικό ηθικό πρόσημο. Είναι εύκολο η προθεσιακή ή αισθητική αποστροφή μας να μεταφερθεί στην ηθική αξιολόγηση μιας πράξης. Όταν τα πράγματα είναι έτσι, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την αρνητική ηθική αξιολόγηση μιας πράξης. Είναι ιδιαίτερα σπάνιο κάτι που δεν καταλαβαίνουμε ή που απεχθανόμαστε να το χαρακτηρίσουμε αγαθό. Για τον ίδιο λόγο, εάν κατανοούμε και θαυμάζουμε ή ανεχόμαστε μια πράξη, μπορούμε χωρίς κίνδυνο να πούμε τουλάχιστον πως έχει γίνει μια καλή αρχή στην θετική αξιολόγηση της πράξης αυτής.

[selida]


Βιβλιογραφία


Πλάτωνος, Φαίδρος, Συμπόσιο, εκδ. Εστίας, Αθήνα, 1994

McGibbon, The fall of the soul in Phaedrus, Classical Quarterly, 1964

The Epic of Gilgamesh , trans. by Maureen Gallery Kovacs , Stanford: Stanford University Press, 1990

The Holy Qur'an, Trans. Shakir, M. H., Electronic Text Center, University of Virginia Library, 1997

Unamuno, Miguel de, Το τραγικό αίσθημα της ζωής, εκδ. Printa, Αθήνα, 1993

Eliot, T.S., The burial of the dead, The Wasteland, Selected Poems, Faber & Faber, London, 1961

Friedrich Hoelderlin, Ελεγείες, Ύμνοι και άλλα ποιήματα, μετ. Σ. Νικολούδη, εκδ. ΄Αγρα, 1996, Αθήνα

Edgar Allan Poe, Complete Poems of E.A. Poe, Barmes & Noble, 1994

Hume, D., A Treatise of Human Nature, Book I: Of the understanding, Penguin Books, 1985

Πελεγρίνης Θ., Η ανθρώπινη ύπαρξη, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1985

Ηθική Φιλοσοφία, Ελληνικά Γράμματα, 1997

Hardwig, John, Is there a duty to die?, Hastings Center Report, Μάρτιος- Απρίλιος 1997

Πλούταρχος, Comparatio Demosthenis et Ciceronis, Thesaurus Linguae Graecae

Inazo Nitobe, Bushido : The Soul of Japan : An Exposition of Japanese Thought, Charles E Tuttle Co,1994

Yuzan Daidoji, A.L. Sadler, The Code of the Samurai, Charles E Tuttle Co, 1988

Evangelium Vitae, On the Value and Inviolability of Human Life, Encyclical Letter Addressed by the Supreme Pontiff John Paul II,1994, The Catholic Resource Network, Trinity Communications





--------------------------------------------------------------------------------



[1] Είναι γνωστός ο μύθος που στον Φαίδρο ο Πλάτωνας αναφέρει, με τις ψυχές να εκπίπτουν -κυριολεκτικά- και να φυλακίζονται σε γήινα σώματα. Πλάτωνος, Φαίδρος, 246a-248c, βλ. και McGibbon, The fall of the soul in Phaedrus, Classical Quarterly, 1964 (58) Ανάλογες απόψεις απηχεί και ο μύθος του Αριστοφάνη περί ανδρογύνου, όπου πάλι η ύβρις οδήγησε στην έκπτωση. Πλάτωνος, Συμπόσιο, 189c-d και εξής, εκδ. Εστίας, Αθήνα, 1994. Ομοίως στον Ησίοδο, η θεωρία περί του χρυσού αιώνος. Ησιόδου, Θεογονία, ΤLG (Thesaurus Linguae Graicae)

[2] Χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε το Σουμεριακό Έπος του Gilgamesh, όπου ο άνθρωπος (Gilgamesh), χάνει την παντοδυναμία του και την αποκλειστικά υπεράνθρωπη φύση, όταν, εξ αιτίας της αλαζονείας του, του επιβάλλεται από τον θεό Anu η συνύπαρξη με το κατώτερο ανθρώπινο στοιχείο (Enkidu). The Epic of Gilgamesh , trans. by Maureen Gallery Kovacs , Stanford: Stanford University Press, 1990

[3] "But the Shaitan made them both fall from it, and caused them to depart from that (state) in which they were; and We said: Get forth, some of you being the enemies of others, and there is for you in the earth an abode and a provision for a time". The Holy Qur'an, 2.36, Trans. Shakir, M. H., Electronic Text Center, University of Virginia Library, 1997


[4] Αριστοτέλης, Μεταφυσικά

[5] Miguel de Unamuno, Το τραγικό αίσθημα της ζωής, σελ. 38, εκδ. Printa, Αθήνα, 1993

[6] T.S. Eliot, The burial of the dead, The Wasteland, Selected Poems, Faber & Faber, London, 1961

[7] Αντίστοιχα στην αγγλική αντί για το ρήμα «dying» χρησιμοποιείται το «passing away» ή «passing out» και στην γερμανική αντί για το «sterben» το «umkommen», παρότι οι λέξεις αυτές δεν έχουν μόνο αυτήν την έννοια, άρα δεν είναι εξίσου κατάλληλες.

[8] «Αυτός ο ηροστρατισμός τι άλλο είναι άραγε στο βάθος παρά προσδοκία της αθανασίας, αν όχι μιας αθανασίας της υπόστασης και του γεγονότος, τουλάχιστον του ονόματος και της σκιάς;» Miguel de Unamuno, Το τραγικό αίσθημα της ζωής, σελ. 80, εκδ. Printa, Αθήνα, 1993

[9] Friedrich Hoelderlin, Menons Klagen um Diotima, Ελεγείες, Ύμνοι και άλλα ποιήματα, μετ. Σ. Νικολούδη, εκδ. ΄Αγρα, 1996, Αθήνα

[10] Edgar Allan Poe, Lenora, Complete Poems of E.A. Poe, Barmes & Noble, 1994

[11] ο.π. Annabel Lee





για περισσότερα παρακαλώ επισκεφθείτε το www.protopapadakis.gr