ΕΙΣΑΓΩΓΗ
H διαρκής προσπάθεια που φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με το Όλο, η αέναη αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων, αποτελούν θεμέλια του «Φιλοσοφείν». Η Φιλοσοφία, ο κορμός ολόκληρης της συστηματικής αναζήτησης των επιστημών, διαμορφώνεται ανάλογα από εποχή σε εποχή. Αποκτά νέες κατευθύνσεις και δημιουργεί νέους επί μέρους τομείς αναζήτησης, δηλαδή επιστήμες. Είναι η ανεξάντλητη εκείνη πηγή γνώσεων και αντιλήψεων, οι οποίες όταν ωριμάσουν αρκετά στη σκέψη των ανθρώπων θα είναι πλέον έτοιμες προς εξειδικευμένη επιστημονική διαπραγμάτευση. Ως εκ τούτου επιδιώκει να αντεπεξέρχεται τόσο σε διαχρονικά όσο και σε συγχρονικά προβλήματα που διακατέχουν τον ανθρώπινο στοχασμό.
Η Φιλοσοφική αναζήτηση από τον 19ο αιώνα και μετά έχει να επιδείξει δυο σημαντικά ρεύματα, τον Υπαρξισμό και την Αναλυτική Φιλοσοφία. Είναι εκείνες οι κατευθύνσεις του ανθρώπινου στοχασμού που επηρέασαν βαθύτατα τις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές δομές. Επιπλέον όμως, είναι τα δυο εκείνα ρεύματα που ξέφυγαν από τα όρια των αμφιθεάτρων διδασκαλίας και στάθηκαν απέναντι στη σύγχρονη πραγματικότητα και τα πολλαπλά προβλήματά της. Ο Υπαρξισμός και η Αναλυτική φιλοσοφία έδωσαν με λίγα λόγια ώθηση στην κοινωνία, ώστε να κατευθύνεται προς την υπέρβαση δογμάτων και στερεοτύπων που στιγματίζουν το χώρο του πνεύματος και θέτουν εμπόδια στο γνήσιο ελεύθερο στοχασμό.
Εκείνοι οι διανοητές που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα των δύο αυτών ρευμάτων δεν είχαν, όπως αναμενόταν άλλωστε, πανομοιότυπες απόψεις σχετικά με τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. Η υπαρξιακή φιλοσοφία έχει, εκτός των άλλων, να επιδείξει και φιλοσόφους που αντιστρατεύτηκαν το κοινό όφελος και το διεθνές δίκαιο μέσα από την πολιτική δραστηριότητά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Martin Heidegger(1889-1976), ενταγμένος στο καθεστώς του ναζισμού. Ο Υπαρξισμός όμως έχει να υποδείξει και στοχαστές που αντιμάχονταν την κοινωνική και πολιτική στασιμότητα, μετουσιώνοντας έμπρακτα το σύνθημα της ελεύθερης, ανεξάρτητης και κυρίαρχης ύπαρξης του ανθρώπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Soren Kierkegaard (ο εικονιζόμενος δεξιά) (1813-1855). Από την άλλη πλευρά, η αναλυτική φιλοσοφία έχει επιδείξει εκπροσώπους που συνέβαλλαν σημαντικά στην εξέλιξη της λογικής επιστήμης και της γλώσσας όπως ο Ludwig Wittgenstein(1889-1951). Περαιτέρω όμως, επέδειξε και διανοητές που δεν αρκέστηκαν στην υπηρεσία της επιστήμης, αλλά αγωνίστηκαν να εφαρμόσουν το δίκαιο και τα αγαθά της αναλυτικής σκέψης στην καθημερινή κοινωνική και πολιτική ζωή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο δάσκαλος του Wittgenstein, o Bertrand Russell (ο εικονιζόμενος αριστερά)(1872-1970).
Τα δυο αυτά ρεύματα, όπως συνηθίζεται στα ιστορικά δρώμενα, είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης χρονολογικής ακολουθίας. Έχει προηγηθεί η εποχή της Αναγέννησης και ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός της λογοκρατίας, της απεριόριστης εμπιστοσύνης στη λογική ικανότητα του ανθρώπου. Ο αιώνας της Λογικής όπως ονομάστηκε, τοποθετείται χρονικά από το 1688 -η λεγόμενη ένδοξη επανάσταση στην Αγγλία- ως το 1789 -Γαλλική Επανάσταση-. Ο αιώνας αυτός πλαισιώνεται και διαμορφώνεται από εξέχουσες προσωπικότητες: Νεύτωνας, Καρτέσιος, Λοκ, Μοντεσκιέ, Ρουσσώ, Εγκυκλοπαιδιστές, Βολταίρος, Φυσιοκράτες. Μετά τη γαλλική επανάσταση το ρεύμα αυτό των διανοητών φθίνει και τερματίζει την πορεία του. Παρόμοια τύχη είχε και το ρεύμα του Ιδεαλισμού από τον Berkeley(1685-1753) ως τον Kant(1724-1804) και τον Fichte (1762-1814). Εντούτοις αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα συνεχίζει να υπάρχει υπό άλλη μορφή και στον επόμενο αιώνα. Η μορφή αυτή είναι του απόλυτου ιδεαλισμού όπως διαμορφώθηκε από τον Hegel (1770-1831), τον Bradley (1846-1924) και τον Royce (1855-1916). Η λογοκρατία όμως και ο απόλυτος ιδεαλισμός θα βρουν αντιμέτωπο τον Υπαρξισμό και ιδιαίτερα τον εισηγητή του, τον Soren Kierkegaard.
[selida]
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Soren Kierkegaard γεννημένος σε μια εύπορη οικογένεια της Δανίας άνοιξε μια καινοτόμα εποχή στη φιλοσοφική αναζήτηση. Η ζωή του στιγματίστηκε από αλλεπάλληλες απώλειες στενών συγγενικών του προσώπων και συνέπεσε με μια μεγάλη οικονομική κρίση:
«Η γέννησίς του συμπίπτει με την πτώχευσιν της Δανίας, πράγμα το οποίον θα σχολιάση ως εξής ο ίδιος αργότερον: "Ετέθην εις κυκλοφορίαν μαζί με μερικά κίβδηλα χαρτονομίσματα". Εις τας 30.10.1830 εγράφεται εις το Πανεπιστήμιον της Κοπεγχάγης ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής. Παρά την ευφυίαν του και την επιμέλειάν του, η πορεία των σπουδών του δεν θα είναι ομαλή. Αλλεπάλληλοι θάνατοι των μελών της οικογενείας του θα προκαλέσουν άφατον οδύνην και ευθύνην εις τον φιλόσοφον να εύρη μίαν εξήγησιν αυτών. Εκ των αδελφών απέθανον οι Soren Michael (13 ετών), Niels Andreas (24 ετών), Karen Kristine (33 ετών), Petrea Severine (34 ετών) και τελευταία η μήτηρ του (31.7.1834). Έμειναν εν ζωή ο πατήρ και οι δύο αδελφοί, ο πρεσβύτερος Peter Christian (1805-1888) και ο νεώτερος, ο φιλόσοφος: "το τέκνον αυτό των γηρατειών". Είς τας 9 Αυγούστου 1838 αποθνήσκει εις ηλικίαν 82 ετών ο πατήρ Kierkegaard.» {1}
Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΕΙΡΩΝΙΑ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗ
Ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της νέας αυτής εποχής που εισηγείται ο Δανός φιλόσοφος προβάλλεται η ανωτερότητα της ελεύθερης και αυτόνομης ύπαρξης σχετικά με οποιαδήποτε άλλη δεδομένη φυσική ουσία για τα ανθρώπινα όντα. Αυτό αποτελεί και το κυρίαρχο νόημα της υπαρξιακής φιλοσοφίας. Θαυμάζοντας απεριόριστα το Σωκράτη εφάρμοσε τη διαλεκτική μέθοδο διδασκαλίας στους δρόμους της Δανίας. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η άκριτη αποδοχή της αλήθειας, αλλά ο εκ βαθέων ενστερνισμός της που θα προέκυπτε ύστερα από γνήσιο διάλογο. Ο Kierkegaardεπομένως δεν κήρυττε, αλλά βίωνε πραγματικά τη διαλεκτική μορφή επικοινωνίας όπως κάποτε έκανε και ο Σωκράτης. Ο ίδιος ο Δανός παρατηρεί:
«Όταν ο Σωκράτης επέκρινε τους σοφιστές κάνοντας τη διάκριση ότι ήταν ικανοί να μιλούν, όχι όμως να συνδιαλέγονται, ό,τι πραγματικά εννοούσε ήταν πως οι σοφιστές μπορούσαν να μιλήσουν σχετικά με οτιδήποτε, αλλά υστερούσαν στον παράγοντα της προσωπικής οικειοποίησης. Η οικειοποίηση είναι ακριβώς το μυστικό του διαλόγου».{2}
Γι αυτή τη στάση ζωής του ο Kierkegaard έμεινε γνωστός και ως «Σωκράτης της Δανίας».{3}
Εξέχουσα θέση στη σκέψη του κατείχε η μέθοδος της σωκρατικής πλάνης και ειρωνείας, την οποία και εφάρμοσε με ένα διαφορετικό τρόπο: σε πληθώρα των συγγραμμάτων του δεν αναφέρει το πραγματικό του όνομα ως συγγραφέως, αλλά ένα συμβολικό ψευδώνυμο, όπως Victor Eremita(Βίκτωρ Ερημίτης -στο έργο του «Enten Eller», δηλ. «Είτε-Είτε» -1843-)και Johannes de Silentio(Ιωάννης της Σιωπής -στο έργο του «Frygt og Beven», δηλ. «Φόβος και Τρόμος» -1843-).
Η σωκρατική ειρωνεία εκφραζόταν με την προσποίηση του συνδιαλεγόμενου Σωκράτη ότι είχε άγνοια επί του προκειμένου της συζήτησης. Έτσι με καθαρό νου οι συνομιλητές θα μπορούσαν να προσεγγίσουν την αλήθεια. Η ειρωνεία του Kierkegaardόμως εκφράζεται παραστατικότερα και ευρύτατα μέσα από τα συγγράμματά του που υπέγραψε ψευδωνύμως. Η ειρωνεία ήταν τρόπος ζωής του Δανού:
«Η ειρωνεία είναι η ενότητα του ηθικού πάθους, το οποίο ως εσωτερικότητα απείρως καταδεικνύει το πραγματικό «Εγώ» κάποιου σε σχέση με την ηθική απαίτηση.»{4}
Όμως γιατί ο φιλόσοφος αισθάνεται την ανάγκη να κρυφτεί πίσω από την ειρωνεία και να τη χρησιμοποιήσει κοντολογίς ως ινκόγκνιτο;
«Επειδή καταλαβαίνει την αντίθεση μεταξύ του τρόπου με τον οποίο υπάρχει ως εσωτερικό ον και τη μη έκφρασή του στην εξωτερική του εμφάνιση».{5}
Η συνειδητοποίηση της αντίθεσης λοιπόν μεταξύ εσωτερικότητας και εξωτερίκευσης, εκ μέρους του φιλοσόφου, είναι η ουσία της ειρωνείας. Η αντίθεση αυτή αποτελεί de factoοξύμωρο σχήμα, κωμικό στοιχείο:
«Το κωμικό στοιχείο είναι παρόν σε κάθε στάδιο της ζωής. Όπου υπάρχει ζωή υπάρχει και αντίθεση και όπου υπάρχει αντίθεση το κωμικό στοιχείο είναι παρόν. Το τραγικό και το κωμικό είναι ίδια, είναι και τα δυο αντιθέσεις. Το τραγικό όμως είναι βασανιστική αντίθεση, ενώ το κωμικό ανώδυνη.»{6}
Μέσα στην ειρωνεία το χιούμορ βρίσκει γόνιμο έδαφος. Εξάλλου και τα ψευδώνυμα του Δανού ήταν κατά κόρον χιουμοριστικά. Το χιούμορ πρέπει να αποτελεί βασικό συστατικό στις ζωές όλων. Με την αίσθηση του χιούμορ πρέπει να αναπτυχθούν και τα παιδιά:
«Αν σε ένα παιδί δεν επιτρέπεται, καθώς θα έπρεπε, να παίζει ακόμα και με τα πιο ιερά πράγματα, εάν η ύπαρξή του είναι αυστηρώς πειθαναγκασμένη σε απόλυτα χριστιανικά δόγματα, ένα τέτοιο παιδί θα υποφέρει πάρα πολύ».{6}
Η έμπρακτη εκτίμησή του στη σωκρατική διαλεκτική μέθοδο της πλάνης και της ειρωνείας αποτυπώνεται επιπλέον στη διατριβή του: «Σχετικά με την αρχή της ειρωνείας, με στενή αναφορά στο Σωκράτη» (On Begrebet Ironi med stadigt Hensyn til Socrates). Η αλήθεια κρύβεται βαθιά στην ψυχή του κάθε ανθρώπου: «Η υποκειμενικότητα, η εσωτερικότητα είναι η μόνη αλήθεια».{7}
Η φράση αυτή του Kierkegaardπροκάλεσε αντιδράσεις εναντίον του, καθώς δινόταν η εντύπωση πως ακολουθεί το κίβδηλο, κατά πολλούς, σύστημα διδασκαλίας των σοφιστών περί σχετικοποιήσεως της αλήθειας. Εδώ όμως δίνεται περισσότερη έμφαση στην προσωπική προσπάθεια κατάκτησης της αλήθειας, ώστε να αποφεύγεται ο άκριτος σφετερισμός της. Η άκριτη παραδοχή του κοινώς αποδεκτού ως αλήθεια θα σήμαινε άλλωστε την υποταγή στο ρεύμα και το νεύμα της ιστορίας και ο άνθρωπος θα εξελισσόταν σε άθυρμα της μαζοποίησης. Εδώ είναι που ο Kierkegaardυποβάλλει την ένστασή του διατυπώνοντας πως αξία έχει η μοναδική και αληθινή ύπαρξη κάθε ανθρώπινου όντος και όχι η τυφλή υποταγή στον πολλές φορές φαύλο αντικειμενισμό. Επιπρόσθετα, στο ίδιο έργο, αμβλύνεται η παραπάνω απόλυτη έκφραση και ερμηνεύεται ακριβέστερα και πληρέστερα:
«Αντικειμενικά, η έμφαση δίνεται στο τι έχει ειπωθεί. Υποκειμενικά η έμφαση δίνεται στο πώς έχει ειπωθεί».{8}
Ο Δανός αντιστέκεται στην ισοπέδωση του «πώς», στην ισοπέδωση της προσωπικότητας και της ιδιαίτερης ύπαρξης. Ίσως η διαφορά μεταξύ του «τι» και του «πώς» θα ήταν δυνατό να διατυπωθεί δόκιμα και παραστατικότερα μέσω ενός γλωσσικού σχολίου του Ferdinand de Saussure-σημαντικού εισηγητή της νεότερης γλωσσολογίας- σχετικά με τη διάκριση λόγου και ομιλίας:
«Ο Saussureχρησιμοποιεί -όπως το συνηθίζει- μια επιτυχημένη παρομοίωση, που διασαφεί χαρακτηριστικά το περιεχόμενο της διάκρισης μεταξύ λόγου και ομιλίας (langue- parole). Παρομοιάζει το λόγο με μουσική συμφωνία... Αντιθέτως, η ομιλία ισοδυναμεί με τις εκτελέσεις της συγκεκριμένης συμφωνίας από διάφορες ορχήστρες...».{9}
Ο Kierkegaard, σχηματικά, αντιτίθεται στην κυριαρχία του λόγου ως μοναδικής και αδιαπραγμάτευτης αλήθειας. Η ουσιαστική αλήθεια βρίσκεται στις διάφορες «ορχήστρες», στον κάθε άνθρωπο. Αυτός φέρνει στα χέρια του τον κόσμο και τον μεταπλάθει. Αυτός είναι που πολλάκις αδικήθηκε μέσα στην ιστορία, όταν δεν του δόθηκε η θέση που του άρμοζε. Η φιλοσοφία μέσα από την ιστορία φαίνεται πολλές φορές να αποκλίνει από ανθρωποκεντρικά πρότυπα. Είναι τότε που ο φιλόσοφος θέτει τον κόσμο απέναντί του και τον μελετά, χωρίς να θεωρεί τον εαυτό του μέρος αυτού του ίδιου του κόσμου:
«Υπάρχει μια έκδηλη εσωστρέφεια των φιλοσόφων, που τους κρατάει μακριά από την ροή, τον σφυγμό, τον παλμό της ζωής... Αυτό οφείλεται σε ένα προπατορικό αμάρτημά τους... Όταν, δηλαδή, για πρώτη φορά τον έκτο με πέμπτο προ Χριστού αιώνα, ο άνθρωπος επιχείρησε με φιλοσοφικό τρόπο να εξηγήσει τη δημιουργία του κόσμου, τον αντιμετώπισε σαν αντικείμενο, σαν κάτι που βρίσκεται απέναντί του, σαν κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του...»{10}
Αυτό το γεγονός προσπαθεί ο Δανός να αντιπαλέψει. Ο κόσμος, η αλήθεια δεν είναι αντικείμενο έξω από εμένα, αλλά μέσα σε μένα. Εκεί θα στρέψω την προσοχή μου γιατί μονάχα η εσωτερικότητα μου φαίνεται αληθινή.
[selida]
ΔΙΑΨΑΛΜΑΤΑ - ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ. ΤΟ ΕΥΓΕΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΥΨΗΛΟ
Το ανήσυχο πνεύμα και η ανεξάντλητη επιθυμία για ξεσκέπασμα των κακώς κειμένων εκ μέρους του Δανού, τον οδήγησαν σε σύντομους μεν, περιεκτικότατους δε αφορισμούς. Έκδηλο είναι και εδώ το ειρωνικό στοιχείο με τη σωκρατική πάντοτε έννοια. Οι αφορισμοί αυτοί, περιεχόμενοι στο «Είτε, Είτε» (Enten- Eller) αποτυπώνουν ένα μέρος της καθημερινής πραγματικότητας όπως αντικατοπτρίζεται μέσα από τα μάτια του. Θα μπορούσε κανείς να τους περιγράψει ως μια ευστόχως αποτυπωμένη -υποθετική- αντιπαράθεση μεταξύ των εκκλησιαστών της Παλαιάς Διαθήκης και των μηδενιστών του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ο ίδιος ο Kierkegaardτους ονόμασε «Διαψάλματα» -δηλ. μουσικά ιντερλούδια, μουσικά διαλείμματα-. Ο όρος αυτός πρωτοσυναντάται σε ελληνικές μεταφράσεις της εβραϊκής Παλαιάς Διαθήκης κατά τον τρίτο με τέταρτο αιώνα π.Χ. Το έργο του Δανού έχει τη λατινική αφιέρωση «ad se ipsum» (μφτρ: «στον εαυτό του»). Εξάλλου ένα μεταγενέστερο ψευδώνυμο του Kierkegaardθα είναι ο «William Afham», όπου «af ham» στα δανικά σημαίνει «από τον εαυτό του».
Τα Διαψάλματα είναι ένα έμμεσο, αλλά ταυτόχρονα δριμύ «κατηγορώ» σε θέματα κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής υφής:
«Προτιμώ να μιλώ με παιδιά, επειδή ο καθένας τολμά να πιστεύει ότι θα γίνουν λογικά όντα. Σχετικά όμως με αυτούς που ήδη έχουν γίνει... Θεέ και Κύριε!»{11}
«Πόσο παράλογοι είναι οι άνθρωποι! Ποτέ δε χρησιμοποιούν τις ελευθερίες που έχουν, αλλά απαιτούν εκείνες που δεν έχουν. Έχουν ελευθερία της σκέψης και απαιτούν ελευθερία της έκφρασης.»{12}
«Αφήστε τους άλλους να παραπονιούνται ότι οι καιροί είναι κακοί. Εγώ παραπονιέμαι ότι είναι κακόμοιροι, επειδή στερούνται του πάθους. Οι σκέψεις των ανθρώπων είναι τόσο λεπτές και εύθραυστες όσο μια δαντέλα και οι ίδιοι τόσο αξιοθρήνητοι, όσο τα κοριτσάκια που φτιάχνουν δαντέλες. Οι σκέψεις στις καρδιές τους είναι πολύ στενές για να είναι αμαρτωλές. Ίσως είναι πιθανό να τις θεωρήσουμε ως αμαρτίες που αρμόζουν σε ένα σκουλήκι, όχι όμως σε μια ανθρώπινη ύπαρξη που έχει φτιαχτεί κατ εικόνα Θεού»{13}
«Ό,τι λένε οι φιλόσοφοι σχετικά με την πραγματικότητα είναι συχνά τόσο απογοητευτικό όπως όπως όταν κάποιος διαβάζει μια πινακίδα σε ένα μαγαζί μεταχειρισμένων πραγμάτων που γράφει "Σιδερωτήριο Εντεύθεν". Αν ένα άτομο επρόκειτο να φέρει τα ρούχα του για σιδέρωμα, θα εξαπατιόταν, επειδή η πινακίδα είναι απλά για πούλημα»{14}
«Οι κοινωνικοί αγωνιστές και η σχετική πανέμορφη συμπόνια διαδίδονται ολοένα και περισσότερο. Στο Leipzig, μια επιτροπή, ξεχειλισμένη από αίσθημα συμπόνιας για την αξιοθρήνητη μοίρα των γέρικων αλόγων, αποφάσισε να τα φάει. {15}
Στα παραπάνω «Διαψάλματα» είναι έκδηλος ο σαρκασμός ακόμα και για τους ίδιους τους φιλοσόφους που παρουσιάζονται να συλλαμβάνουν τον κόσμο και την πραγματικότητα μέσα από έναν άλλο, πλασματικό κόσμο. Ο Kierkegaard όμως προχωρά πέρα από αυτό το στάδιο. Πλαισιώνει τους αφορισμούς του σε χώρους αυτοσαρκασμού:
«Ποτέ δεν υπήρξα ευτυχισμένος, κι όμως πάντοτε φαινόταν σα να είχα την ευτυχία ως μόνιμή μου συντροφιά. Σα να χόρευε το ανάλαφρο τζίνι της χαράς γύρω μου, αόρατο στους άλλους, όχι όμως σε μένα που τα μάτια μου άστραφταν από ηδονή».{16}
Περαιτέρω, οι διαδοχικοί θάνατοι των συγγενικών του προσώπων στάθηκαν ευλόγως αφορμές περαιτέρω αναζήτησης του Δανού:
«Η ατυχία μου είναι αυτή: Ένας άγγελος θανάτου πάντοτε περπατά στο πλάι μου. Δε ραντίζω τις πόρτες των εκλεκτών με αίμα σαν προειδοποίηση του περάσματος του θανάτου -όχι, είναι ακριβώς οι πόρτες τους εκείνες που διαβαίνει-, επειδή μόνο η αγάπη της ανάμνησης είναι χαρούμενη».{17}
Το γεγονός του θανάτου είναι καθαυτό ολέθριο και συντριπτικό. Μέσα από αυτό όμως ο Kierkegaard φέρνει στην επιφάνεια αισιοδοξία, την ύψιστη χαρά της ανάμνησης. Αυτή η χαρά της ανάμνησης μένει θεμέλιος λίθος για μια νέα απρόσκοπτη ζωή.
Ο σαρκασμός και το χιούμορ που διακατέχει το πνεύμα του Kierkegaard γίνεται έντονο και στα παρασκήνια συγγραφής του πιο πολυσυζητημένου έργου του, του «Enten - Eller» («Είτε-Είτε»). Μια εβδομάδα μετά τη δημοσίευση του «Enten - Eller» και ενώ το αναγνωστικό κοινό της Δανίας αγνοούσε την πραγματική ταυτότητα του συγγραφέα -εξαιτίας του ψευδωνύμου-, ο Kierkegaard έγραψε ένα αρθρο με τίτλο «Ποιος είναι ο συγγραφέας του "Είτε Είτε";», το οποίο επίσης δημοσιεύθηκε με το ψευδώνυμο «A.F»:
«Οι περισσότεροι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου και του συγγραφέα του παρόντος άρθρου, πιστεύουν ότι δεν αξίζει τον κόπο να ενδιαφέρονται σχετικά με το ποιος έγραψε το «Είτε-Είτε». Είναι ευτυχισμένοι με το να αγνοούν την ταυτότητά του επειδή έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο το βιβλίο καθεαυτό, χωρίς να ενοχλούνται και να αποσπώνται από την προσωπικότητά του (ενν. του συγγραφέως του «Είτε - Είτε».{18}
Καταρχάς, το ψευδώνυμο «Βίκτωρ Ερημίτης» (Victor Eremita) του «Enten- Eller»δεν ήταν τυχαίο. Ο Δανός, μολονότι αποτελούσε μια δημόσια προσωπικότητα, είχε κλειστεί για αρκετά χρόνια στο δωμάτιό του επιδιδόμενος ακατάπαυστα στη συγγραφή. Το είδος της ζωής που διένυε ήταν όμοιο με εκείνο ενός ερημίτη.
Το «Enten - Eller»«είναι μια έμμεση πολεμική εναντίον της θεωρητικής σκέψης, η οποία είναι αδιάφορη σχετικά με την ύπαρξη. Το ότι δεν υπάρχει συμπέρασμα και καμία τελική απόφαση είναι μια έμμεση έκφραση για την αλήθεια ως εσωτερικότητα και με αυτόν τον τρόπο ίσως μια πολεμική ενάντια στην αλήθεια ως γνώση».{19}
Η αλήθεια δεν είναι γνώση, δεν είναι σκέψη, είναι κάτι το πολύ πιο υψηλό για τον Kierkegaard. H ανθρώπινη σκέψη, ο ανθρώπινος συλλογισμός, πρέπει να κρίνονται ανεξάρτητα από την αλήθεια και το ψεύδος, με άλλα στοιχεία αξιολόγησης. Το συλλογισμό αυτό θα επεκτείνει ο νεότερος Γάλλος φιλόσοφος Giles Deleuze:
«Η αλήθεια δεν είναι στοιχείο της σκέψης. Τα στοιχεία της σκέψης είναι το νόημα και η αξία. Οι κατηγορίες της σκέψης δεν είναι η αλήθεια και η πλάνη, αλλά το ευγενές και το ευτελές, το υψηλό και το φαύλο... Υπάρχουν φαύλες αλήθειες, αλήθειες που υπηρετούν τη σκλαβιά. Αντιθέτως, οι πιο υψηλές σκέψεις βρίσκονται με την πλευρά της πλάνης».{20}
Εδώ ο Γάλλος φιλόσοφος όχι μόνο εκτείνει το συλλογισμό του Kierkegaard σχετικά με την ουσία της σκέψης και της αλήθειας, αλλά δίνει και αυτός μεγάλη σημασία στο νόημα της πλάνης, της οποίας έκφραση είναι και η σωκρατική ειρωνεία. Το υψηλό και το ευγενές δεν εκτίθενται με κατά μέτωπον επίθεση. Η επιδίωξη του φιλοσόφου δεν είναι να δημιουργήσει εχθρούς, αλλά συνδιαλεγομένους. Το υψηλό και το ευγενές αποτελεσματικά εκτίθενται με πλάνη. Αλλωστε, όπως εύλογα θα παρατηρούσε ο Kierkegaard, ο ίδιος ο Χριστός εφάρμοσε με επιτυχία την πλάνη: Ο Ίδιος έλεγε πως ήταν Θεός, η θεϊκή του φύση όμως ερχόταν σε αντίθεση με την ανθρώπινη εξωτερική του υπόσταση. Εδώ βρίσκεται η αντίθεση, η πλάνη, το υψηλό και το ευγενές.
[selida]
ΘΕΟΣ - ΘΡΗΣΚΕΙΑ - ΚΛΗΡΙΚΟΙ
Ο Θεός και η βαθύτερη ουσία της ζωής και της ύπαρξης δε γίνεται να προσεγγιστούν με τους κανόνες της ανθρώπινης λογικής. Η νεότερη εισήγηση της παντοδυναμίας του λόγου από τον Καρτέσιο (cogito ergo sum -σκέφτομαι άρα υπάρχω) έτυχε σφοδρότατης επίθεσης από τον Kierkegaard:
«Είμαι σκεπτόμενος, επομένως είμαι. Αλλά δεν είμαι σκεπτόμενος, τι θαύμα ότι είμαι... Δεν πρόκειται εδώ για το Εγώ το δικό μου ή το δικό σου, αλλά για το καθαρό Εγώ. Όμως τούτο το Εγώ δε μπορεί να έχει άλλη μορφή ύπαρξης παρεκτός τη σκέψη. Τι σημαίνει τότε το συμπέρασμα; Δεν υπάρχει συμπέρασμα γιατί η πρόταση είναι καθαρή ταυτολογία».{21}
Δεν είναι λοιπόν τα πράγματα έτσι όπως μας τα εξηγεί ο Καρτέσιος, ο οποίος τελικά είναι και αυτός ένας από τους φιλοσόφους που συλλαμβάνουν τον κόσμο όπως ο «άνθρωπος της πινακίδας» στα «Διαψάλματα» που παρατέθηκαν προηγουμένως. Η ανθρώπινη υπόσταση δύναται να προσεγγίσει το Όλον μόνο μέσα από την εσωτερικότητα. Η εσωτερικότητα αυτή κατά τον Kierkegaard πρέπει να προσεγγίζει τα πρότυπα της αγνής πρωτοχριστιανικής πίστης. Η ενδελεχής και γνήσια εκείνη πίστη των πρώτων χριστιανών της ιστορίας έχει ύψιστη αξία. Μετά επήλθαν διαβρωτικοί παράγοντες, όπως οι ιδεαλιστικές και παραπλανητικές Εγελιανές θεωρήσεις.
Η επίθεση του Kierkegaard δεν είναι σφοδρή μόνο κατά των ορθολογιστών φιλοσόφων, διότι δεν είναι οι μόνοι παράγοντες που διαβρώσανε τη γνήσια πρωτοχριστιανική πίστη και τον ανόθευτο κόσμο της εσωτερικότητας του ανθρώπου. Επιτίθεται εναντίον των σύγχρονών του κληρικών και επισήμων εκπροσώπων της καθιερωμένης θρησκείας:
«Μερικοί ισχυρίζονται πως ο Χριστιανισμός είναι ένα δόγμα και έπειτα γίνεται σαφές ότι αυτό το δόγμα μεταμόρφωσε το πρόσωπο του κόσμου. Ή είμαστε ανόητοι, ή δόλιοι κατεργάρηδες. Ποτέ, κανένα δόγμα -υπηρετούμενο από παράγοντες που το κάνουν απόλυτο και το υποβαθμίζουν, δηλαδή από κατεστημένους ανθρώπους και μισθωμένους υπαλλήλους- δε μεταμόρφωσε το πρόσωπο του κόσμου, πράγμα που είναι τόσο δύσκολο όσο η προσπάθεια αναρρίχησης ενός χαρταετού με μέσα που υπερνικούν τη δύναμη που το σπρώχνει προς τα κάτω, τη βαρύτητα... Ο Χριστιανισμός -και αυτό είναι το καίριο σημείο που κάνει αυτό το δόγμα οτιδήποτε άλλο παρά δόγμα- υπηρετήθηκε από μάρτυρες της αλήθειας, οι οποίοι αντί να έχουν κέρδος από αυτό το «δόγμα», θυσίασαν τα πάντα και θυσιάστηκαν γι αυτό. Οι μάρτυρες της αλήθειας δε ζούσαν, εκείνοι και οι οικογένειές τους από το «δόγμα», αλλά ζούσαν και πέθαιναν για το «δόγμα». Εξαιτίας αυτών έγινε ο Χριστιανισμός δύναμη ικανή να μεταμορφώσει τον κόσμο».{22}
Η εκκλησία πλέον ακολουθούσε μια ήπια και κοσμική γραμμή, εκ διαμέτρου αντίθετη με την ασυμβίβαστη και ορμητική πίστη που είχε μέσα του ο Δανός φιλόσοφος. Η πίστη γι αυτόν ήταν κάτι το εξαιρετικό:
«Η πίστη δεν είναι ένα αισθητικό συναίσθημα, αλλά κάτι πολύ πιο πάνω, ακριβώς γιατί έχει την εγκαρτέρηση ως προϋπόθεσή της. Δεν είναι ένα άμεσο ένστικτο της καρδιάς, αλλά το παράδοξο της ζωής και της ύπαρξης».{23}
Η γνήσια λοιπόν πίστη, πέρα από τα αβασάνιστα δόγματα της εκάστοτε επίσημης εκκλησίας και των εκπροσώπων της, είναι το ύψιστο κατόρθωμα που μπορεί να επιτευχθεί από έναν άνθρωπο οποιασδήποτε γενιάς:
«Η πίστη είναι το ύψιστο πάθος ενός ανθρώπου. Υπάρχουν ίσως πολλοί σε κάθε γενιά που ούτε καν τη φτάνουν, κανείς όμως δεν τη ξεπερνά»{24}
Έτσι ο ίδιος ξεκίνησε έναν αγώνα αφύπνισης του λαού, απελευθέρωσής του από τα δεσμά κληρικών και επισκόπων. Ανέπτυξε πολύπλευρη δραστηριότητα που περιελάμβανε και τη συγγραφή εφημερίδων. Αυτός όμως ήταν και ο κύριος λόγος του πρόωρου τέλους της ζωής του. Στις 2 Οκτωβρίου του 1855 μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Fredericks εξαιτίας υπερβολικής κόπωσης και ένα μήνα αργότερα απεβίωσε. Η πικρία του για τη στάση της επίσημης εκκλησίας διαφαινόταν καθαρά και μέσα από τις τελευταίες του λέξεις. Εκφράζει την πίστη του στη χάρη του Θεού και ζητεί να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων όχι από το χέρι ιερέα, αλλά από το χέρι ενός λαϊκού:
«Σχετικά με αυτό δε θα λογομαχήσουμε. Έκανα την εκλογή μου. Οι ιερείς είναι δημόσιοι υπάλληλοι, και βασιλικοί υπάλληλοι ουδεμία σχέση προς το Χριστιανισμό έχουν».{25}
Χαρακτηριστικό δείγμα της βαθύτατης πίστης του Kierkegaard είναι αποτυπωμένο πάνω στον τάφο του, όπου βρίσκονται γραμμένοι μερικοί στίχοι του ποιητή Brorson:
"Στερνές μου φύγετε στιγμές, του πόνου καταλύτρες, το πρόσωπο το θεϊκό να ιδώ γλαυκού ουρανού. Στη ροδοστόλιστη αίθουσα του θείου απείρου να αρχίσω αιώνιο σιγομίλημα, με σένα υιέ Θεού."
[selida]
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Το ακόλουθο αποτελεί ένα απόσπασμα από το τελευταίο χειρόγραφο του Bertrand Russell. Επίσημα δεν έχει τίτλο, αλλά ο Russell το είχε σημειωμένο ως «1967». Το έγραψε σε ηλικία 95 ετών (3 χρόνια πριν το θάνατό του). Θα ήταν σκόπιμο και ωφέλιμο να παρατεθεί ευθύς εξαρχής, καθώς σε αυτό το χειρόγραφο κάνει έναν απολογισμό της ζωής του και αναφέρει πώς ακριβώς οραματίστηκε τον κόσμο. Εξάλλου πολλοί είναι εκείνοι, οι οποίοι για να κατανοήσουν καλύτερα ένα έργο ή ένα βιβλίο ξεκινούν την ανάγνωση από τον επίλογο:
«...Τελικά έχω επιτύχει κάτι για την προώθηση των σκοπών αυτών; (ενν. των αγαθών σκοπών που είχε θέσει κατά τη διάρκεια της ζωής του) Κάτι ίσως, αλλά δυστυχώς μικρό μπροστά στη θέα της μεγαλοσύνης του κακού. Έχω ενθαρρύνει μερικούς ανθρώπους στην Αγγλία και τις Η.Π.Α. ως προς την έκφραση φιλελεύθερων απόψεων, ή τους έχω τρομοκρατήσει με τη γνώση του τι μπορούν να κάνουν τα σύγχρονα όπλα. Δεν είναι πολύ, αλλά εάν ο καθένας έπραττε ανάλογα, αυτή η γη σύντομα θα γινόταν παράδεισος. Σκεφθείτε για μια στιγμή τι είναι ο πλανήτης μας και τι θα μπορούσε να είναι. Θα μπορούσε να είναι ένας ευτυχισμένος κόσμος, όπου η συνεργασία θα ήταν περισσότερο έκδηλη από τον ανταγωνισμό. Όπου η μονότονη εργασία γίνεται από μηχανές, όπου ό,τι αξιαγάπητο έχει η φύση δεν καταστρέφεται ώστε να δημιουργηθεί χώρος για απαίσιες μηχανές των οποίων η αποκλειστική δουλειά είναι να δολοφονούν. Όπου η προώθηση της ευτυχίας είναι περισσότερο σεβαστή από την παραγωγή βουνών από πτώματα. Μη θεωρείς ότι αυτό είναι αδύνατο. Δεν είναι. Απλά περιμένει ανθρώπους που θα το επιθυμήσουν περισσότερο από τη μάστιγα των βασανισμών. Ένας καλλιτέχνης βρίσκεται φυλακισμένος μέσα στον καθένα μας. Ας τον ελευθερώσουμε για να απλώσει παντού την ευτυχία.»{26}
Ο Russell θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της αναλυτικής φιλοσοφίας, ρεύματος που απέκτησε κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής σκέψης κατά τον εικοστό αιώνα. Την αναλυτική φιλοσοφία διακρίνει η επίμονη προσπάθεια να αποκαλύψει εκείνες τις λογικές - φιλοσοφικές προϋποθέσεις που κρύβονται κάτω από την επιφανειακή δομή των πραγμάτων. Έτσι, ασχολήθηκε διεξοδικά ακόμα και με ειδικά γλωσσικά ζητήματα (βλ.Wittgenstein), επιδεικνύοντας πάντοτε έναν ουσιαστικό σεβασμό προς τις φυσικές επιστήμες και ιδιαίτερα τα Μαθηματικά.
Ο Russell, ορφανός από ηλικία μόλις τεσσάρων ετών, πέρασε μια περιπετειώδη ζωή. Διδάχθηκε μαθηματικά και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Cambridge, όπου και αργότερα δίδαξε. Το γεγονός ότι καταγόταν από οικογένεια με πολιτική παράδοση -εγγονός Βρετανού πρωθυπουργού- ενίσχυσε το ενδιαφέρον του γύρω από τα κοινωνικά δρώμενα.
[selida]
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΡΑΣΗΣ
Οι κοινωνικές και ευρύτερες πολιτικές ανησυχίες του Russell εκφράστηκαν έμπρακτα μέσα από τα συγγράμματά του, αλλά όχι μόνο. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου φυλακίστηκε σαν ειρηνιστής. Αλλωστε κανείς δε θα περίμενε κάτι διαφορετικό από έναν άνθρωπο που είχε βαθιά ριζωμένες ανατρεπτικές αντιλήψεις. Αυτές κάνουν έντονες την παρουσία τους στον «δεκάλογο της ελευθερίας»:
«Ίσως η αναγκαιότητα της ελεύθερης αντίληψης των πραγμάτων δύναται να συμπεριληφθεί σε ένα νέο δεκάλογο, ο οποίος δεν προορίζεται να αντικαταστήσει τον παλιό, αλλά να τον συμπληρώσει. Οι δέκα εντολές λοιπόν, τις οποίες εγώ ως δάσκαλος θα ευχόμουν να διαδώσω, μπορούν να τεθούν ως εξής:
1. Μην αισθάνεσαι απόλυτα σίγουρος για οτιδήποτε.
2. Μη θεωρείς ότι είναι σωστό και άξιο να προχωράς αποκρύπτοντας αποδείξεις, διότι σίγουρα κάποτε θα έρθουν στο φως.
3. Ποτέ μην προσπαθήσεις να σταματήσεις τη σκέψη επειδή είσαι βέβαιος ότι θα επιτύχεις.
4. Όταν συναντάς μια αντίθετη άποψη, ακόμα κι αν προέρχεται από το σύζυγο ή τα παιδιά σου, προσπάθησε να την ξεπεράσεις με συζήτηση και όχι μέσω της άσκησης εξουσίας. Μια νίκη βασισμένη στην αυθεντία είναι εξωπραγματική και πλασματική.
5. Μην έχεις καθόλου σεβασμό προς την αυθεντία των άλλων, διότι πάντοτε βρίσκεις αντίθετες προς αυτούς αυθεντίες.
6. Μη χρησιμοποιείς δύναμη για να καθυποτάξεις απόψεις που θεωρείς ολέθριες, διότι αν το κάνεις, οι απόψεις αυτές θα καθυποτάξουν εσένα.
7. Μη φοβάσαι την εκκεντρικότητα στις ιδέες σου, διότι κάθε ιδέα που σήμερα είναι αποδεκτή, κάποτε ήταν εκκεντρική.
8. Να ευχαριστιέσαι περισσότερο με την έξυπνη διαφωνία, παρά με την παθητική συμφωνία, διότι αν εκτιμάς την εξυπνάδα όπως πρέπει, στην πρώτη περίπτωση υπονοείται μια πιο βαθιά συμφωνία από τη δεύτερη.
9. Να είσαι ευσυνείδητα ειλικρινής, ακόμα κι αν η αλήθεια είναι ενοχλητική, διότι είναι περισσότερο ενοχλητικό όταν προσπαθείς να την σκεπάσεις.
10.Μη ζηλεύεις την ευτυχία εκείνων που ζουν ανόητα στον κόσμο τους. Μόνο ένας ανόητος θα το θεωρούσε αυτό ευτυχία.»{27}
Η φιλοσοφία δεν είναι ο χώρος όπου θα ανατρέξουμε ώστε να βρούμε συγκεκριμένες απαντήσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα:
«Η φιλοσοφία προορίζεται για σπουδή, όχι προς χάρη οποιωνδήποτε οριστικών απαντήσεων σε καθοριστικά ερωτήματα, επειδή -ως κανόνας- καμιά οριστική απάντηση δε μπορεί να εξασφαλίσει την απόλυτη αλήθεια, αλλά προς χάρη των καθαυτό ερωτημάτων. Τα ερωτήματα διευρύνουν την αντίληψή μας για το τι είναι εφικτό, εμπλουτίζουν τη διανοητική φαντασία και και μειώνουν τη δογματική βεβαιότητα που θέτει φραγμούς στους συλλογισμούς του νου. Αλλά πάνω απ όλα επειδή μέσα από το ύψιστο μεγαλείο του σύμπαντος που η φιλοσοφία μελετά, το πνεύμα παίρνει σπουδαία ανταμοιβή και καθίσταται μέτοχος αυτής της ένωσης με το σύμπαν, η οποία αποτελεί το πιο ύψιστο αγαθό.»{28}
Αργότερα ο Russell θα προσθέσει ότι η φιλοσοφία είναι μια δεξαμενή γνώσεων ανέτοιμων ακόμα προς εξειδικευμένη επιστημονική διαπραγμάτευση. Ό,τι η φιλοσοφία πραγματεύεται, ίσως στην ευρύτερη κοινωνία φαντάζει εκκεντρικό. Κάποτε όμως, σύμφωνα με τον «δεκάλογο της ελευθερίας» το προσωρινά εκκεντρικό θα γίνει δεδομένο, απαρχή για σπουδαίες επιστημονικές ανακαλύψεις. Η φιλοσοφία είναι συνεχής ερώτηση. Η μόνη αδιαμφισβήτητη απόλυτη βεβαιότητα είναι η καθαυτό ύπαρξή μας. Ο Russell σημειώνει σχετικά με τον Καρτέσιο και το «cogito ergo sum»:
«Η αμφιβολία σχετικά με την ύπαρξή του (ενν. του Καρτέσιου) ήταν αδύνατη, διότι αν δεν υπήρχε δε θα μπορούσε να εξαπατηθεί σε καμία περίπτωση. Αν αμφισβητούσε, υπήρχε. Αν είχε οποιουδήποτε είδους εμπειρίες, υπήρχε. Επομένως η ύπαρξή του αποτελούσε μιαν απόλυτη βεβαιότητα».{29}
Εδώ φανερά ο Russell πλησιάζει τις υπαρξιστικές θεωρήσεις. Για τη χάρη λοιπόν της μοναδικής βεβαιότητας στον κόσμο, της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Russell αφιέρωσε την κοινωνική και πολιτική του δράση. Εξελίσσεται πλέον σε έμπρακτο συνεχιστή της αδιάκοπης πολυπρισματικής δράσης του Kierkegaard.
[selida]
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ - ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Η άρση της κοινωνικής και πολιτικής ανισότητας που δημιουργείται με τον πολύπλευρο αποκλεισμό της γυναίκας από την κοινωνική και πολιτική δράση (π.χ δικαίωμα ψήφου, ενεργό συμμετοχή σε επιχειρήσεις και οργανισμούς) αποτελούσε ένα από τα κύρια μελήματα του Russell:
«Προς το παρόν, οι νομοθετικοί μας θεσμοί θεωρούνται περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατικοί, μόνο που οι γυναίκες είναι αποκλεισμένες (1917)».{30}
Περαιτέρω παρατηρεί πως ο κεφαλαιοκρατικός χαρακτήρας της κοινωνίας είναι ανεξέλεγκτος. Οι επιχειρήσεις αποκλείουν τους εργαζομένους από τα διοικητικά και οργανωτικά θέματα. Σημειωτέον πως δε φτάνει στις κομμουνιστικές πολιτικές θεωρήσεις του Marx και του Engels. Δεν εισηγείται πουθενά τη βίαια απεμπόληση της κραταιάς άρχουσας τάξης με τελικό σκοπό την εξουσία του προλεταριάτου, την κυβέρνηση της εργατιάς, αλλά προβάλλει ως διεξοδική λύση την εξομάλυνση των υπαρχόντων προβλημάτων με διατήρηση του υπάρχοντος πολιτειακού χαρακτήρα. Στο ήδη υπάρχον λοιπόν κεφαλαιοκρατικό σύστημα υπάρχει το πρόβλημα της αυθαίρετης δράσης εκείνων που έχουν την εξουσία ενός τομέα, των διευθυντών, οι οποίοι πολλές φορές επιδεικνύουν αδιαφορία για το κοινό συμφέρον:
«Η κυβέρνησή μας είναι ακόμα καθαρά γραφειοκρατική και οι οικονομικοί μας οργανισμοί είναι μοναρχικοί ή ολιγαρχικοί. Κάθε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διοικείται από ένα μικρό αριθμό αυτοεκλεγομένων ή σφετεριστών διευθυντών. Πραγματική ελευθερία και δημοκρατία θα υπάρξει μόνον αν οι εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση αποκτήσουν επίσης δικαίωμα ελέγχου στη διοίκησή της».{31}
Ο Russell απέκτησε παγκόσμια φήμη κυρίως εξαιτίας των εκδηλώσεών του ενάντια στον πόλεμο και τους πυρηνικούς εξοπλισμούς. Εκδιώχθηκε από δυο σχολές (Trinity, Cambridge) και καταδικάστηκε ισαρίθμως εξαιτίας της ενεργούς συμμετοχής του σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Μετά τη δεύτερη καταδίκη του αντιμετώπισε εξάμηνη φυλάκιση. Αργότερα εναντιώθηκε με δριμύτητα στην ανάμειξη της Δύσης στον πόλεμο του Βιετνάμ:
«Δε μπορώ να ανακουφιστώ αναλογιζόμενος τα συμβάντα της ζωής μου, εξαιτίας των εγκλημάτων που έχω δει και των ελπίδων που ανέθρεψα. Έζησα κατά τη διάρκεια της υπόθεσης "Ντρέυφους" και υπήρξα συμμέτοχος της έρευνας των εγκλημάτων του βασιλιά Λεοπόλδου στο Κονγκό. Μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου πολλούς πολέμους. Πολλές αδικίες καταγράφηκαν σιωπηλά τις τελευταίες δεκαετίες. Η εμπειρία μου δε μπορεί να ανακαλύψει μια κατάσταση επαρκώς συγκρίσιμη (ενν.με την κατάσταση του Βιετνάμ). Δε μπορώ να θυμηθώ ανθρώπους τόσο βασανισμένους, αλλά και τόσο λυτρωμένους από τις αποτυχίες των βασανιστών τους. Δε γνωρίζω καμία άλλη σύγκρουση, όπου η δυσαναλογία στη φυσική δύναμη να είναι τόσο κολοσσιαία. Δε θυμάμαι ανθρώπους με τέτοια αντοχή, ή κάποιο κράτος με τέτοιο πνεύμα αντίστασης.
Δε θα κρύψω από εσάς τη βαθύτητα του θαυμασμού και του πάθους για τους ανθρώπους του Βιετνάμ. Δε μπορώ να εγκαταλείψω το καθήκον της κριτικής των παθών τους εξαιτίας ακριβώς αυτών των συναισθημάτων. Η αποστολή μας είναι να τα αποκαλύψουμε και να τα πούμε όλα. Η πεποίθησή μου είναι ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη συνεισφορά από την αλήθεια που είναι γέννημα έντονης και ανιδιοτελούς συστηματικής έρευνας. Είθε αυτός ο λόγος μου να αποτρέψει το έγκλημα της σιωπής». {32}
Έγκλημα για τον Russell δεν είναι μόνο οι βιαιοπραγίες των βασανιστών, αλλά και η συνεργία των δημοσίων προσώπων και μη που πραγματοποιείται μέσω της σιωπής. Η σιωπή και η απραγία αποτελούν και αυτά εγκλήματα.
Ο Russell ποτέ δε σιώπησε, όπως και τρεις μέρες μετά το βομβαρδισμό της Χιροσίμα (6-8-1945),οπότε και έγραψε άρθρο με τίτλο «Βόμβα και Πολιτισμός»:
«Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς ένα δραματικότερο και τρομαχτικότερο συνδυασμό επιστημονικού θριάμβου (ενν. η επινόηση της βόμβας) και πολιτικής - ηθικής αποτυχίας από αυτόν που είδε ο κόσμος στην καταστροφή της Χιροσίμα... Οι προοπτικές για το ανθρώπινο γένος είναι τόσο δυσοίωνες όσο ποτέ στο παρελθόν. Η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με ένα σαφέστατο δίλημμα: ή θα χαθούμε όλοι, ή θα πρέπει να αποκτήσουμε ένα μικρό ποσό κοινής λογικής. Ένα μεγάλο ποσοστό καινοτόμας πολιτικής σκέψης είναι απαραίτητο για να αποφευχθεί η ολοκληρωτική καταστροφή... Η επιστήμη είναι ικανή να αποφέρει τεράστια κέρδη: μπορεί να ελαφρύνει την εργασία, να αφανίσει τη φτώχεια και τις ασθένειες. Εφόσον λοιπόν η επιστήμη προορίζεται να φέρει πλεονεκτήματα και όχι θάνατο, πρέπει να ενθαρρύνουμε το σχηματισμό ενός κοινωνικού και απαραίτητα διεθνούς οργανισμού, ο οποίος θα είναι αποτέλεσμα υψηλής ευφυΐας ίσης αξίας με εκείνη που μας οδήγησε στην ανακάλυψη της δομής του ατόμου».{33}
Γίνεται εμφανής εδώ η σφοδρή επιθυμία του Russell σχετικά με το ρόλο που θα έπρεπε να διαδραματίσει η επιστήμη στο σύγχρονο κόσμο. Ο επιστημονικός κόσμος πρώτιστα θα έπρεπε να υποκλιθεί στις αξίες της ηθικής, του κοινού οφέλους και του πολιτισμού. Είναι λάθος η επιστήμη να θεωρείται παράγοντας εντελώς διαφοροποιημένος από τα ανθρωποκεντρικά πολιτιστικά πρότυπα.:
«Προς το παρόν, η επιστημονική τεχνική προχωρά όπως μια στρατιά από τανκς που έχουν χάσει τους οδηγούς τους, τυφλά, χωρίς οίκτο, χωρίς σκοπούς και στόχους... Ο διαχωρισμός της επιστήμης από τον πολιτισμό είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είχαν ένα βαθύτατο σεβασμό για εκείνο που ονομαζόταν επιστήμη στις μέρες τους. Η Αναγέννηση αφορούσε τόσο την ανανέωση της επιστήμης, όσο της τέχνης και της λογοτεχνίας. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι αφιέρωσε περισσότερες ενέργειές του στην επιστήμη, παρά στη ζωγραφική».{34}
Ίσως κάτι ανάλογο να είχε στο νου και ο Αϊνστάιν όταν διατύπωνε την οδυνηρή διαπίστωσή του πως η τεχνολογία ξεπέρασε τον ανθρωπισμό μας.
Η κοινωνία και η παγκόσμια πολιτική κοινότητα πρέπει να ανασυνταχθούν σε πιο ανθρωπιστικά σχήματα. Σημασία δεν έχει η επιβολή και η κατάκτηση, αλλά η δημιουργία και η ευτυχία που προκύπτει από αυτήν. Η επιθυμία ενός κράτους, μιας κοινωνίας, ενός ατόμου για επιβολή και κατάκτηση αλλότριων πραγμάτων είναι η βασικότατη αιτία επίπονων διενέξεων. Ο φόβος για την απώλεια των κεκτημένων από την άλλη μεριά είναι η κύρια αιτία απώλειας του μεγαλείου της ζωής:
«Στις καθημερινές ζωές των περισσοτέρων ανδρών και γυναικών, ο φόβος διαδραματίζει μεγαλύτερο ρόλο από την ελπίδα: γεμίζουν περισσότερο με τη σκέψη ότι κάποιοι άλλοι είναι σε θέση να πάρουν από αυτούς τα κεκτημένα, παρά από την ευτυχία που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στις ζωές τους και στις ζωές εκείνων με τους οποίους έρχονται σε επαφή. Δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο μια ζωή πρέπει να βιωθεί».{35}
Ποιος είναι όμως ο καταλληλότερος τρόπος ώστε να πραγματωθούν με επιτυχία οι διεθνείς σχέσεις; Ποια λύση θα ήταν εκείνη που θα απομάκρυνε τον παράγοντα του φόβου και συνάμα θα προωθούσε την κοινωνική και διακρατική ευτυχία;
«Οι δυο βασικές επιδιώξεις που θα έπρεπε να υπηρετούν οι διεθνείς σχέσεις είναι δυο: Πρώτον, η αποφυγή των πολέμων και δεύτερον η αποφυγή της καταπίεσης αδυνάτων εθνών από ισχυρά. Αυτές οι δυο επιδιώξεις δεν οδηγούν απαραίτητα στην ίδια κατεύθυνση, από τη στιγμή που ένας από τους πιο εύκολους δρόμους για τη διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης θα ήταν μια συνεργασία των ισχυρότερων εθνών για τη βιομηχανική εκμετάλλευση και καταπίεση των υπολοίπων. Όμως αυτή η μέθοδος δε θα ήταν εκείνη που θα προσυπέγραφε ο άνθρωπος που αγαπά την ελευθερία. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας και τους δυο στόχους και να μην αφοσιωθούμε στον καθένα χωριστά.»{36}
Περαιτέρω, οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις είναι ανάγκη να κινούνται σε πλαίσια αλληλοκατανόησης:
«Είναι αδύνατο να αποτρέψουμε τους άλλους από το να αισθάνονται εχθρικά, αλλά είναι δυνατό να αποφύγουμε οποιαδήποτε ανταποδοτική εχθρική δραστηριότητα, με επινοητική κατανόηση και τη συμπόνια που βγαίνει από αυτή. Χωρίς κατανόηση και συμπόνια είναι αδύνατο να βρεθεί θεραπεία για το κακό εξαιτίας του οποίου υποφέρει ο κόσμος».{37}
[selida]
ΣΗΜΕΙΟ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ KIERKEGAARD ΚΑΙ RUSSELL
Παρά το γεγονός ότι οι δυο διανοητές πλαισίωσαν διαφορετικά φιλοσοφικά ρεύματα σε διαφορετικές εποχές, ολόκληρη η ζωή τους αφιερώθηκε σε όμοια ύψιστα ιδανικά: ελευθερία στη σκέψη, κατανόηση και ανεκτικότητα στην άλλη άποψη, απεμπόληση του ψεύδους σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλά πρώτιστα απελευθέρωση του ανθρώπου από δόγματα και στερεότυπα που θέτουν φραγμούς στην αδέσμευτη, δημιουργική σκέψη του. Το πνεύμα απεμπόλησης των άκριτων στερεοτυπικών αντιλήψεων γίνεται εμφανές ιδιαίτερα στο θέμα της θρησκείας και ειδικότερα του Χριστιανισμού. Η προσοχή μας θα πρέπει να στραφεί στην ουσία των λεγομένων των δυο φιλοσόφων: Δεν αμφισβητούνται πουθενά, αλλά αντιθέτως εξυμνούνται οι διαχρονικές αξίες που πρέσβευε ο Χριστός (αγάπη-συνοχη-ανεκτικότητα-ειρήνη-αυτοθυσία-αδιάκοπη έγνοια για το κοινό όφελος και πολλά άλλα) και είχαν μετουσιωθεί σε έργο ζωής των δυο φιλοσόφων. Με αυτές έζησαν και με αυτές απεβίωσαν. Αυτές προσπάθησαν με όλες τους τις δυνάμεις να εμφυσήσουν στον κόσμο. Ο παράγοντας κατά του οποίου στράφηκαν και πολέμησαν με σφοδρότητα είναι η δογματική επίσημη έκφανση της εκκλησίας που μένει σιωπηλή απέναντι στα σύγχρονα πολυειδή και πολύπλοκα προβλήματα του ανθρώπου.
Με έκδηλη την αίσθηση της πικρίας από τους επίσημους εκπροσώπους του Χριστιανισμού, ο Δανός ζήτησε τη θεία κοινωνία από χέρι λαϊκού. Ο Kierkegaard παρατηρεί πως ο άνθρωπος, στο τέλος της ζωής του, στέκοντας απέναντι από τον εαυτό του ταλανίζεται από ένα αίσθημα ναυτίας, από ένα αίσθημα ότι ρίχτηκε σε έναν ανοίκειο κόσμο όπου κανείς -ούτε καν η εκκλησία- δεν τον βοηθά στην αποκάλυψη της ύψιστης αλήθειας:
«Σιωπηλέ μου μεμυημένε. Απέκαμα από τη ζωή. Ο κόσμος μου προκαλεί ναυτία. Είναι άνοστος, δεν έχει ούτε άλας ούτε νόημα. Βυθίζουν τα δάχτυλα στο στο χώμα για να οσφρανθούν (και να αναγνωρίσουν) τη χώρα όπου βρίσκονται. Βυθίζω κι εγώ το δάχτυλο στην ύπαρξη - ουδεμία ευωδία. Που ευρίσκομαι εις τον κόσμο; Ο κόσμος, τι σημαίνει αυτό; Τι θέλει να πει κάποιος με αυτή τη λέξη; Ποιος με παραπλάνησε, ποιος έπαιξε εις βάρος μου ένα τόσο άσχημο παιχνίδι και αφού με έρριψε εντός του κόσμου, με άφησε εκεί μέσα; Ποιος είμαι; Πώς εισήλθα σε αυτόν τον κόσμο; Γιατί δε με συνεβούλευσαν; Γιατί δε με γνώρισαν με τα ήθη και έθιμα αλλά με πέταξαν στη γραμμή, σα να με είχε αγοράσει κάποιος στρατολόγος της φρουράς; Εν ονόματι τίνος δικαιώματος με κατέστησαν μέτοχο της μεγάλης αυτής επιχειρήσεως, την οποία καλούν πραγματικότητα; Γιατί πρέπει να είμαι μέτοχος; Δεν είναι τούτο μια ελεύθερη υπόθεση; Ή και εάν είμαι αναγκασμένος να συμμετέχω, πού είναι ο διευθυντής; Έχω να του κάνω μια παρατήρηση. Δεν υπάρχει διευθυντής; Σε ποιόν τότε να απευθύνω τα παράπονά μου; Η ύπαρξη είναι αντικείμενο συζητήσεως: δύναμαι να απαιτήσω για να ληφθεί υπόψη η γνώμη μου; Και εάν πρέπει να δεχτούμε την ύπαρξη όπως είναι, δε θα ήταν καλύτερο να μπορεί κάποιος να γνωρίσει πώς, τι είδους Είναι;»{ 38}
Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι καταφατική. Η ύπαρξη θα γνωρίσει το είδος της μέσα από την αδιάκοπη φιλοσοφία. Δε θα κατασταλάξει σε λύσεις απόλυτες και μονοσήμαντες:
« Ό,τι σου μένει και ό,τι σου δίνεται είναι εκείνο το σημείο, το άπειρα ελάχιστο ανάμεσα στο στο όχι και στο ναι, να το ευρύνεις, να το πλατύνεις, να το βαθύνεις, να το εκτείνεις. Να το μεταχειριστείς με έναν τέτοιο τρόπο απόπειρας και δοκιμασίας, και βασανισμού, και αγωνίας, ώστε από το απειροελάχιστο σημείο να δημιουργήσεις διάσταση, και έκταση, και διάρκεια, χώρο και χρόνο. Να πλάσεις, δηλαδή, από το ανάμεσα στο ναι και στο όχι ζωή, αλήθεια και ύπαρξη.»{ 39}
Ο Russell από την άλλη, διαθέτοντας το ίδιο ακόρεστο πνεύμα αναζήτησης θα συγγράψει ένα έργο καταγγελία ενάντια στον ανεξέλεγκτο θρησκευτικό δεσποτισμό. Το «Γιατί δεν είμαι Χριστιανός» είναι μια ανεξάντλητη πηγή επιχειρημάτων που καταδεικνύουν την άκρως εσφαλμένη άκριτη αποδοχή των προβαλλομένων παγίων χριστιανικών δογμάτων και κυρίως των καθολικών. Θέτει τον εαυτό του εκτός Χριστιανισμού, ώστε να κρίνει αποτελεσματικά εκείνους που ισχυρίζονται πως είναι καλοί Χριστιανοί. Ταυτόχρονα καταδεικνύει την ενδεδειγμένη στάση ζωής:
« Πρέπει να θελήσουμε να σταθούμε στα πόδια μας και να κοιτάξουμε δίκαια και σφαιρικά τον κόσμο. Υπάρχουν καλά πράγματα, υπάρχουν άσχημα πράγματα, υπάρχουν ομορφιές, υπάρχουν ασχήμιες. Δες τον κόσμο όπως είναι και μην τον φοβάσαι. Κυρίευσε τον κόσμο με την ευφυΐα σου και όχι με το να υποκύπτεις απλά στον τρόμο που αναδύεται από αυτόν. Η όλη έννοια του Θεού είναι μια σύλληψη που κατάγεται από τους αρχαίους ανατολίτικους δεσποτισμούς. Είναι μια σύλληψη που δεν ταιριάζει σε ελεύθερους ανθρώπους. Πρέπει να σηκωθούμε και να κοιτάξουμε ωμά τον κόσμο στο πρόσωπο. Πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για τον κόσμο. Αν δεν είναι τόσο καλό όσο ευχόμαστε, τουλάχιστο θα είναι καλύτερο από εκείνο που οι άλλοι έχουν κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Ένας καλός κόσμος χρειάζεται γνώση, ευγένεια και θάρρος. Δε χρειάζεται περίλυπες λαχτάρες για το παρελθόν ή φραγμούς στην ελεύθερη σκέψη από τα λόγια που ειπώθηκαν παλιά από άσχετους ανθρώπους. Χρειάζεται ατρόμητες προσδοκίες και απελευθερωμένο νου. Χρειάζεται ελπίδα για το μέλλον και όχι συνεχή ενατένιση του παρελθόντος που είναι νεκρό. Αυτό το παρελθόν που εμπιστευόμαστε σύντομα θα ξεπεραστεί από το μέλλον που θα δημιουργήσει η νόησή μας ».{40}
Είναι εμφανές πως ο Russell αντιτίθεται στη σύλληψη του Θεού ως αυστηρού δεσπότη μέσω της ανατρεπτικότερης των οδών, της εντελώς άρνησής Του. Πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς άλλωστε, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των Χριστιανών ενστερνίζεται τη δεσποτική αυτή αντίληψη. Από την άλλη πλευρά όμως, ποιος θα μπορούσε να θεωρήσει τόσο τον Russell, όσο και τον Kierkegaard άθεους; Αυτοί αφιέρωσαν έμπρακτα τη ζωή τους για τα ιδανικά και τις αξίες που εισήγε ο ίδιος ο Χριστός. Ένας ενάντια στους πολλούς. Το δίκαιο ενάντια στην πληθώρα των αδικιών. Το υψηλό ενάντια στην πληθώρα των ευτελών. Κοινωνική επανάσταση σε πλαίσια ειρήνης και συλλήβδην άρσης των ανισοτήτων.
[selida]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Ο Kierkegaard απεβίωσε εξαιτίας υπερβολικής κόπωσης. Ο Russell αγωνιζόμενος μέχρι τα τελευταία του χρόνια σε βαθιά γεράματα. Και οι δυο με απέραντη ικανοποίηση για το έργο που επιτέλεσαν, αλλά και με ταυτόχρονη πικρία εξαιτίας της απεραντοσύνης του κακού. Μετουσίωσαν στην πραγματική, καθημερινή τους ζωή τον πλατωνικό ορισμό της φιλοσοφίας ως «Μελέτης Θανάτου». Αυτός ο ορισμός είναι το ακριβώς αντίθετο από ό,τι φαίνεται. Δεν εννοείται εισήγηση καμίας μορφής αυτοχειρίας και καμίας δικαιολόγησης του θανάτου:
«...Ο Πλάτων παρερμηνεύεται με το να διδάσκεται ότι εισηγείται την αυτοκτονία, αφού εκ της μελέτης του όλου έργου του δεν μπορεί να οδηγηθεί ώστε να συμπεράνει ότι η μελέτη θανάτου αναφέρεται σε αυτοκτονία...»{41}
Με τον ορισμό αυτό εννοείται η μελέτη του προαιρετικού θανάτου, του χωρισμού δηλαδή της ψυχής από το σώμα και όχι του σώματος από την ψυχή. Με λίγα λόγια την υποταγή -εκ μέρους του ανθρώπου- των υλικών αναγκών και την απελευθέρωση από τα δεσμά των βουλών του σώματος. Έτσι αφιερώνει τη ζωή του σε υψηλότερες και ουσιαστικότερες αξίες, το «ζην ηθικώς» όπως θα έλεγε και ο Kierkegaard.
Αυτή τη μελέτη θανάτου επιδίωξαν νεότεροι διανοητές να διαπεράσουν ως πανανθρώπινη αξία. Αισθάνονται ικανοποιημένοι και ευτυχισμένοι για το έργο που επιτέλεσαν στη ζωή τους, αλλά πικραμένοι για την τελική επικράτηση του αντιθέτου, της μεγαλοσύνης του κακού. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Russell στο «1967», αν όλοι ζούσαν σαν αυτούς, κόσμος θα ήταν ασύγκριτα καλύτερος...
«Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα βήμα ολόκληρη την ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης. Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρά είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο διαμάντι... η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχονται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι αυτό το έγκλημα με σκοτώνει».{42}
RUSSELL - ΓΙΑ ΠΟΙΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΕΖΗΣΑ :
Ακολουθεί ο πρόλογος στην «Αυτοβιογραφία» του Bertrand Russell, η οποία γράφτηκε -φυσικά από τον ίδιον- στις 25 Ιουλίου του 1956. Μόνο και μόνο ο πρόλογος αυτού του έργου θα μπορούσε να αποτελέσει ερέθισμα, αλλά και αντικείμενο μιας πολυσέλιδης πανεπιστημιακής εργασίας.
Για ποιους σκοπούς έζησα:
Τρία πάθη απλά, όμως υπερβολικά ισχυρά, έχουν κυριαρχήσει στη ζωή μου: η μεγάλη λαχτάρα για έρωτα, η αναζήτηση της γνώσης, και η ανυπόφορη λύπη σχετικά με το βασανισμό του ανθρώπινου είδους. Αυτά τα πάθη, σα μεγάλοι άνεμοι με παρέσυραν εδώ και εκεί, σε μια απρόβλεπτη πορεία, πάνω από έναν ωκεανό αγωνίας, φτάνοντας στο απώτατο άκρο της απόγνωσης.
Αρχικά, έχω αναζητήσει τον έρωτα, επειδή φέρνει έκσταση. Έκσταση τόσο μεγάλη, που πολλές φορές θα θυσίαζα όλο το υπόλοιπο της ζωής για μερικές ώρες αυτής της ηδονής. Έπειτα τον έχω αναζητήσει, επειδή ανακουφίζει τη μοναξιά, αυτή την τρομερή μοναξιά, μέσα στην οποία μια θραυσματική συναίσθηση επιθεωρεί τα πέρατα του κόσμου ως την ψυχρή και απύθμενη άβυσσο της ανυπαρξίας. Τον έχω αναζητήσει τελικώς, διότι στην έννοια του έρωτα έχω ανακαλύψει, σαν σε μυστική σμίκρυνση, το προσχεδιασμένο όραμα του παραδείσου, που άγιοι και ποιητές έχουν φανταστεί. Αυτό που αναζήτησα, μολονότι μπορεί να φαίνεται υπερβολικά καλό για μια ανθρώπινη ζωή, αυτό είναι που -επιτέλους- έχω ανακαλύψει.
Με όμοιο πάθος έχω αναζητήσει τη γνώση. Έχω ευχηθεί να καταλαβαίνω τις καρδιές των ανθρώπων. Έχω ευχηθεί να γνωρίζω γιατί λάμπουν τα άστρα. Και έχω προσπαθήσει να κατανοήσω την Πυθαγόρεια δύναμη, με την οποία ο αριθμός διατηρεί την κυριαρχία του πάνω από τις διακυμάνσεις. Λίγα από αυτά, μα όχι πάρα πολλά, τα έχω κατορθώσει.
Έρωτας και γνώση, όσο το δυνατόν, με οδήγησαν προς τα πάνω, κατευθείαν στους παραδείσους. Αλλά πάντα η λύπη με έφερνε πίσω στη γη. Αντηχήσεις κραυγών πόνου αντιλαλούν στην καρδιά μου. Παιδιά σε λιμό, θύματα βασανισμένα από καταπιεστές, αβοήθητοι γέροντες να είναι μισητό βάρος στους γιους τους, και ολόκληρος ο κόσμος της μοναξιάς, της φτώχειας και του πόνου αποτελούν μια παρωδία της ιδανικής ανθρώπινης ζωής. Λαχταρώ να μειώσω το κακό, όμως δε μπορώ, και επίσης υποφέρω.
Αυτή έχει υπάρξει η ζωή μου. Την έχω βρει αξιοβίωτη, και ευχαρίστως θα τη ζούσα ξανά αν μου προσφερόταν η ευκαιρία.
[selida]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
{1} Γρηγ.Φιλ.Κωσταρά «Soren Kierkegaard - Ο φιλόσοφος της εσωτερικότητος». Πανεπιστημιακή έκδοση Ι' - Αθήνα 2000 σ.32
{2} Soren Kierkegaard - "Begrebet Angest" (1844). Εδάφιο από το εισαγωγικό σημείωμα.
{3} Herman Diem - άρθρο στα «ελβετικά μηνιαία τετράδια-"100 έτη μετά το θάνατο του Kierkegaard"» σ.422-431 (χαρακτηρισμός)
{4} Soren Kierkegaard - "Cocnluding unscientific postscript to philosophical fragments" Έκδοση και μετάφραση H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng p.503-513
{5} Soren Kierkegaard - "Cocnluding unscientific postscript to philosophical fragments" Έκδοση και μετάφραση H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng p.503-513
{6} Soren Kierkegaard - "Cocnluding unscientific postscript to philosophical fragments" Έκδοση και μετάφραση H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng p.601
{7} Soren Kierkegaard - "Unwissenschaftlische Nachschrift" εκδ. Eugen Diederichs σ.195
{8} Soren Kierkegaard - "Unwissenschaftlische Nachschrift" εκδ. Eugen Diederichs
{9} Γ.Μπαμπινιώτη - «Θεωρητική Γλωσσολογία» Πανεπιστημιακή έκδοση -Αθήνα-1998 σ.56
{10} Θ.Πελεγρίνη - «5 εποχές της φιλοσοφίας» Εκδ. Ελληνικά Γράμματα (β'εκδ.1998) σ.433
{11} Soren Kierkegaard - "Enten - Eller [part 1]"(1843) (Eκδ, μτφρ. H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng) p.19
{12} Soren Kierkegaard - "Enten - Eller [part 1]" (1843) (Eκδ, μτφρ. H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng) p.19
{13} Soren Kierkegaard - "Enten - Eller [part 1]" (1843) (Eκδ, μτφρ. H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng) p.27
{14} Soren Kierkegaard - "Enten - Eller [part 1]" (1843) (Eκδ, μτφρ. H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng) p.32
{15} Soren Kierkegaard - "Enten - Eller [part 1]" (1843) (Eκδ, μτφρ. H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng) p.33
{16} Soren Kierkegaard - "Enten - Eller [part 1]" (1843) (Eκδ, μτφρ. H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng) p.40
{17} Soren Kierkegaard - "Enten - Eller [part 1]" (1843) (Eκδ, μτφρ. H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng) p.41
{18} Soren Kierkegaard - "Enten - Eller "(1843) (Eκδ, μτφρ. H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng) παράθεση του άρθρου του Kierkegaard: «Ποιος είναι ο συγγραφέας του Είτε-Είτε» p.37
{19} Soren Kierkegaard - "Cocnluding unscientific postscript to philosophical fragments" Έκδοση και μετάφραση H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng p.252
{20} Giles Deleuze - "Nietzsche et la Philosophie" Paris 1962
{21} Γρηγ.Φιλ.Κωσταρά «Soren Kierkegaard - Ο φιλόσοφος της εσωτερικότητος». Πανεπιστημιακή έκδοση Ι' - Αθήνα 2000 σ.23-24
{22} Soren Kierkegaard - "Judge for yourself!" (1851 - published posthumoysly, 1876) (Eκδ, μτφρ. H.V.Hong & Ε.Η.Ηοng) p.129
{23} Soren Kierkegaard - "Frygt og Beven" Johannes de Silentio, 1843. κεφ: «Προβλήματα: Προκαταρκτική Απόχρεμψις» (μτφρ έργου Walter Lowrie 1941)
{24} Soren Kierkegaard - "Fear and Trembling" , Johannes de Silentio 1843. (μτφρ έργου Walter Lowrie 1941) απόφθεγμα από τον επίλογο.
{25} Γρηγ.Φιλ.Κωσταρά «Soren Kierkegaard - Ο φιλόσοφος της εσωτερικότητος». Πανεπιστημιακή έκδοση Ι' - Αθήνα 2000 σ.38
{26} Bertrand Russell - "Last essay: 1967" Source: McMaster University: The Bertrand Russell Research Centre
{27} Bertrand Russell - "A liberal decalogue" From his "Autobiography,Vol 3" 1944-1969 p.71-72
{28} Bertrand Russell - "The problems of philosophy" Oxford University Press. 1971-72 U.S.A. Ch. XV "The value of Philosophy"
{29} Bertrand Russell - "The problems of philosophy" Oxford University Press. 1971-72 U.S.A. Ch.II "The existence of matter"
{30} Bertrand Russell - απόφθεγμα από "Political Ideals" (1917)
{31} Bertrand Russell - απόφθεγμα από "Political Ideals" (1917)
{32} Bertrand Russell - "Speech to the first meeting of members of the war crimes tribunal" - London 13Nov.1966 Vol III p215-216
{33} Bertrand Russell -"The Bomb and Civilization" -Glasgow Forward newspaper-(18 Aug. 1945)
{34} Αγόρευση Bertrand Russell στην απονομή του βραβείου Kalinga 28 Jan 1958 - Unesco Courier, Feb.1996, Vol.49 Issue 2 p.50
{35} Bertrand Russell - "Proposed Roads to freedom. Socialism, Anarchism, Syndicalism" (εκδ. Henry Holt & Company New York 1919) p.186
{36} Bertrand Russell - "Proposed Roads to freedom. Socialism, Anarchism, Syndicalism" (εκδ. Henry Holt & Company New York 1919) p.139
{37} Bertrand Russell - "Why men fight: A method of abolishing the international deel" Ch.1, (εκδ.New York The century Co. 1917)
{38} Soren Kierkegaard - "Enten - Eller" (μτφρ εδαφίου από Γ.Φ.Κωσταρά: S.K - Ο φιλόσοφος της εσωτερικότητος. Πανεπ.Εκδ.Ί Αθήνα 2000. σελ.129)
{39} Δ. Λιαντίνης - «Γκέμμα» (εκδ. Βιβλιογονία 1997) σελ.16-17
{40} Bertrand Russell - "Why I am not a Christian" March 6, 1927 -
National Secular Society,South London branch, Battersea Town Hall. Last Chapter: "What we must do"
{41} Ν.Γ Πολίτης - «Ειρήνευση» (Πανεπ.Εκδ.Αθήνα 1997) σελ.109-111
{42} Απόσπασμα από το τελευταίο γράμμα του Δ.Λιαντίνη προτού εξαφανισθεί. Δημοσιευθέν στον ημερήσιο τύπο της εποχής 1998.