Για το θάνατο του Σωκράτη


Πολλοί είναι εκείνοι οι σύγχρονοι μελετητές που σκοπίμως δεν αναφέρονται λεπτομερειακώς στον τρόπο θανάτου του μεγάλου φιλοσόφου. Απλά λέγεται ότι ο Σωκράτης καταδικάστηκε και θανατώθηκε, ότι δηλαδή εκτελέστηκε η ποινή του. Το γεγονός όμως ότι ο ίδιος ο Σωκράτης επέλεξε να πεθάνει αρκετές ώρες νωρίτερα από την προκαθορισμένη χρονική στιγμή εκτέλεσης της ποινής του, σε τι σκέψεις μας οδηγεί; Το ότι είχε τη δυνατότητα διαφυγής και δεν το έπραξε, σε τι σκέψεις μας οδηγεί; Πιστεύω πως οι σκέψεις αυτές είναι αντίθετες από το τυποποιημένο και ανιαρό πλέον σχήμα της καταδίκης - εκτέλεσης. Ας εξετάσουμε όμως τις τελευταίες υπερήφανες στιγμές του Σωκράτη, όπως διατυπώνονται αυθεντικά μέσα από τον πλατωνικό «Φαίδωνα»:

[116e] και ο Κρίτων είπε: «Σωκράτη, ο ήλιος είναι ακόμα πάνω στα βουνά και δεν έχει δύσει. Εγώ πάλι γνωρίζω και άλλους που εκτελούν την ποινή αργά, όποτε τυχόν τους αναγγελθεί η εντολή, αφού δειπνήσουν και πιουν πολύ καλά και ικανοποιήσουν όποιες τυχόν επιθυμίες έχουν. Γι αυτό λοιπόν μη βιάζεσαι, υπάρχει ακόμα χρόνος.». Και ο Σωκράτης απαντώντας είπε: «Κρίτων, εκείνοι βέβαια που λες εσύ πράττουν κατ αυτό τον τρόπο -διότι πιστεύουν ότι κερδίζουν με την καθυστέρηση-, αλλά εγώ τουλάχιστο είμαι πεπεισμένος ότι δε θα πράξω έτσι. Διότι δε νομίζω ότι θα κερδίσω τίποτα με το να πιω το δηλητήριο αργότερα, προσπαθώντας να σώσω μια ζωή που ήδη είναι χαμένη. Μόνο που θα ξεγελούσα τον εαυτό μου με αυτό. Εμπρός λοιπόν, άκουσέ με και μην πράξεις διαφορετικά.». Και ο Κρίτων, αφού άκουσε αυτά, έγνεψε στο παιδί που ήταν κοντά και εκείνο βγήκε από το κελί και παρέμεινε για μερική ώρα. Ύστερα γύρισε φέρνοντας τον φύλακα που κουβαλούσε ένα ποτήριο δηλητήριο. Ο Σωκράτης, αφού είδε τον άνθρωπο, είπε: «Εσύ, καλέ μου φίλε, που κατέχεις αυτά τα ζητήματα, οδήγησέ με για το τι πρέπει να κάνω.». Τότε ο φύλακας απάντησε: «Τίποτα άλλο δεν πρέπει να κάνεις, παρά να περπατήσεις ωσότου βαρύνουν τα πόδια σου και μετά θα πέσεις κάτω και το δηλητήριο θα επενεργήσει.». Και αμέσως έδωσε το ποτήρι με το δηλητήριο στο Σωκράτη.

Δεν αξίζει στον πρωτεργάτη της διαλεκτικής το μονόχνοτο σχήμα καταδίκη - θάνατος. Είναι ίσως και αδόκιμο. Ο Σωκράτης δεν καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Αθηναίους δικαστές, αλλά από τον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως η ιστορία και οι ιστορικοί μας δηλώνουν περίτρανα το πρώτο. Επειδή όμως δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο που ανήκει αποκλειστικά στη δεδομένη ιστορική στιγμή, αλλά σε όλη τη διαχρονία της ανθρώπινης υπάρξεως, το μόνο που καταφέρνει η επιστήμη της ιστορίας -αλλά και η στείρα φιλολογία- είναι επιεικώς μια επικίνδυνη παρερμηνεία. Δεν εξαπατήθηκαν οι δικαστές από τα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους, αλλά από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Η ζωή του Σωκράτη ποτέ δεν αποτέλεσε γι αυτόν αυτοσκοπό, όσο παράξενο κι αν αυτό ακούγεται σήμερα, για τους σύγχρονους ανθρώπους. Η ζωή η δική του ήταν η ζωή όλων. Η ύπαρξή του είχε αφιερωθεί πρόδηλα στον κόσμο. Ο ίδιος έλεγε πως δεν ήταν πολίτης της Αθήνας, αλλά πολίτης του κόσμου. Όταν είδε στα τελευταία του χρόνια ότι οι άνθρωποι τον απαρνούνται, ότι δηλαδή απαρνούνται τη διαλεκτική, την επαγωγή, την υψηλή σκέψη και την ίδια την αλήθεια, δεν υπήρχε λόγος περαιτέρω ύπαρξης. Ο θάνατος του Σωκράτη επήλθε από την ίδια την κατηγορία και όχι από την απόφαση του δικαστηρίου. Και δεν έφταιξε γι αυτό η δικαιοσύνη, δεν έφταιξαν γι αυτό οι δικαστές. Καθώς ο Σωκράτης ήταν ο άνθρωπος του κόσμου, ενώπιόν του βρισκόταν το δικαστήριο του κόσμου και όχι το αρχαίο αθηναϊκό δικαστήριο. Από τη μια πλευρά βρίσκονταν οι κοινοί άνθρωποι με τις γεμάτες τύψεις στενές ψυχές τους. Από την άλλη όμως βρισκόταν εκείνο το στοιχείο που τους θύμιζε την πραγματική ουσία του ανθρώπου, εκείνο που τους καταδείκνυε την άσχημη ζωή τους. Αλλοι το λένε συνείδηση, άλλοι το λένε αυτοέλεγχο, ο Σωκράτης το είπε αλογόμυγα, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Επρόκειτο λοιπόν για μια από τις πολλές φορές στην ιστορία, όπου οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να εξαγνιστούν, αλλά να σκοτώσουν τον εξαγνιστή, πράγμα φυσικά ευκολότερο και ανώδυνο: «Ο Σωκράτης ήταν ένα τραγικό πρόσωπο. Όχι γιατί ήπιε το κώνειο, αλλά γιατί ήξερε ότι στη φύση υπάρχει και το κώνειο. Όχι γιατί τον δικάσανε οι συμπολίτες του, αλλά γιατί ήξερε ότι η φύση δικάζει το λευκό γιασεμί στον κήπο να μαραίνεται το χειμώνα, και το λευκό χιόνι στο όρος να λειώνει το καλοκαίρι... Δεν εξαπατήθηκαν οι Αθηναίοι να τον δικάσουνε άδικα. Ο ίδιος εξαπάτησε τους Αθηναίους να τον δικάσουνε δίκαια... Ο φρόνιμος ένας μεταχειρίστηκε σαν εργαλείο τους άφρονες πολλούς...».

Σχετικά με τα τελευταία λόγια του Σωκράτη («Κρίτων, οφείλουμε μια ευχαριστήρια θυσία στον Ασκληπιό, έναν πετεινό. Κάντε το, και μην το ξεχάσετε.») ο Δ.Λιαντίνης συνεχίζει: «Τι υπονοεί τούτη η παράξενη κουβέντα: Ολάκερη η ζωή μου εστάθηκε μια αρρώστια. Τώρα που φεύγω, εκείνο που στην ουσία φεύγει δεν είναι η ζωή αλλά η αρρώστια. Σε ποιον άλλο λοιπόν χρωστώ να ομολογήσω χάρη, παρά στο γιατρό που με γιάτρεψε; Στον Ασκληπιό, το θεό της υγείας! Μόνο που ο Σωκράτης εκείνη την ώρα δε μιλούσε για λογαριασμό του μόνο. Μιλούσε για κείνους, που ενώ γεννιούνται ζώα όπως όλοι μας, καθώς τελειώνουν, φτάνουν να γίνουν άνθρωποι, όπως λίγοι από εμάς.». Τα τελευταία αυτά όμως λόγια αυτοσυνειδησίας του Σωκράτη θα προσέθετα ότι περιέχουν κυρίαρχο το αίσθημα της πικρίας. Η ζωή του ήταν η ζωή όλων. Εφόσον οι όλοι αποδείχθηκαν άρρωστοι, και η δική του ζωή αισθανόταν ότι καταδικάστηκε σε ασθένεια.

Και ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο, μαζί του όμως πέθαινε και ολόκληρος ο κόσμος. Για το δίκαιο των πραγμάτων όμως κρίνω σκόπιμο να παραθέσω και μια αντιπροσωπευτική άποψη εκείνων των διανοητών που δεν έδωσαν όμοια -με την προαναφερθείσα- ερμηνεία στα τελευταία του αυτά λόγια. Θα μας πει ο Frιedrich Nietzsche στη Φιλοσοφία του: «Ο Σωκράτης δεν ήταν μονάχα ο σοφότερος φλύαρος, υπήρξε μεγάλος και στη σιωπή. Θα προτιμούσα να σώπαινε και στις τελευταίες στιγμές της ζωής του... Αυτή η γελοία και τρομερή τελευταία λέξη σημαίνει, για όποιον μπορεί να την καταλάβει: Κρίτων η ζωή είναι μια αρρώστια. Είναι δυνατόν; Ένας άνθρωπος σαν αυτόν που είχε ζήσει χαρούμενος μέσα στον κόσμο, σα στρατιώτης, αυτός ο άνθρωπος πεσιμιστής![...] Ο Σωκράτης, ναι ο Σωκράτης υπόφερε από τη ζωή![...] Αλίμονο φίλοι! Πρέπει να ξεπεράσουμε ακόμα και τους Έλληνες!». Όχι λοιπόν, δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως μας τα εξηγεί ο Nietzsche. Δεν ήταν πεσιμισμός τα τελευταία λόγια του Σωκράτη, αλλά όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ένα μείγμα αυτογνωσίας και πικρίας για τη ζωή των ανθρώπων που χάνεται στο σύνολό της. Αυτά ήταν γνήσια και σπάνια ανθρώπινα συναισθήματα. Αν είναι κάτι να ξεπεραστεί, πρόκειται για τη μικρότητα του πλήθους και όχι για τη μεγαλοσύνη του διαχρονικού και αληθινού ανθρώπου, του Σωκράτη.