Sein zum Tode [Είναι προς Θάνατο]


Sein zum Tode [Είναι προς Θάνατο] Συγγραφέας: Γούναρης Άλκης

Με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο
δύο εξαίρετων φιλοσόφων και καλών φίλων,
του Γιώργου Τσιαντή
και του Αιμίλιου Μεταξόπουλου.


Για πολλά χρόνια είχα υιοθετήσει την παρηγορητική – και δημοφιλή στις μέρες μας, λόγω των ψυχοθεραπευτικών της επιδράσεων- προσέγγιση του Επίκουρου, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς ώστε να μας απασχολεί και να τον φοβόμαστε και ως εκ τούτου πρέπει να μας είναι αδιάφορος. Φοβούμενοι τον θάνατο είναι σαν να «πεθαίνουμε» διαρκώς καθημερινά, καθώς ο φόβος ότι κάποτε η ζωή μας θα τελειώσει, μας φθείρει διαρκώς και δεν μας αφήνει να χαρούμε τις απολαύσεις της. Αν μπορέσουμε να απελευθερωθούμε από τον φόβο αυτόν, τότε θα μπορέσουμε να ζήσουμε πραγματικά, αφού άλλωστε, όπως μπορεί να υποστηρίξει κανείς με μαθηματική βεβαιότητα, η ζωή μας και ο θάνατός μας, δεν πρόκειται ποτέ να συμπέσουν.

Πριν μερικά χρόνια όμως, ο θάνατος ενός πολύ αγαπημένου μου φίλου, με ανάγκασε να το ξανασκεφτώ. Έβγαλα από το κομοδίνο τα άπαντα του Επίκουρου και άνοιξα το Είναι και Χρόνος. Η θεωρία του Heidegger για τον θάνατο είναι κάπως σκληροπυρηνική αλλά απόλυτα προσπελάσιμη. Παρ’ όλα αυτά, επειδή ο Heidegger αποτελεί το καλύτερο έδαφος για παρεξηγήσεις, η θεωρία του έχει κατηγορηθεί μεταξύ όλων των άλλων, για μια εγωιστική προσέγγιση του θανάτου. Ο μόνος γνήσιος θάνατος, μας λέει ο γερμανός, είναι ο δικός μας θάνατος, ενώ ο θάνατος των άλλων έχει για μας δευτερεύουσα σημασία. Αυτό είναι σύμφωνα με τους επικριτές του το εγωιστικό παράπτωμα, προβάλλοντας τον αντίλογο, ότι ο θάνατος εισβάλει στον κόσμο μας μέσω του θανάτου των «άλλων», όταν βιώνουμε την οδύνη του πένθους και την απώλεια των αγαπημένων μας προσώπων.

Η προσωπική μου εμπειρία, όταν βρέθηκα μπροστά στον θάνατο των αγαπημένων «άλλων», πέραν της απέραντης θλίψης, συνδυάστηκε με την υπενθύμιση του πεπερασμένου, του τέλους και της – σε πολλές περιπτώσεις- «αδικίας» για την απότομη διακοπή μιας σύντομης, σε διάρκεια, ζωής. Αυτή ακριβώς η έννοια του πέρατος και της χρονικότητας είναι που κάνει τον θάνατο προσωπική υπόθεση για κάθε έναν από εμάς, σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο. Για τον Heidegger o θάνατος δεν είναι ένα «εξωτερικό» βιολογικό γεγονός ανεξάρτητο από την ζωή, αλλά ένα εγγενές χαρακτηριστικό των έμβιων όντων. Ο άνθρωπος συγκεκριμένα- που αντίθετα από τα άλλα ζώα έχει την ικανότητα να καταλαβαίνει ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα πεθάνει- όταν σε κάποιο σημείο της ζωής του εκτείνει το βλέμμα του προς το μέλλον καταλαμβάνεται από τρόμο. Κι αυτό δεν συμβαίνει επειδή αντιλαμβάνεται γενικώς και αορίστως, πως κάποια στιγμή όλοι μας πρόκειται να πεθάνουμε, αλλά επειδή καταλαβαίνει ότι η ίδια, η δική του ζωή, κάποια ορισμένη στιγμή θα τελειώσει. Αυτός ο δικός του θάνατος δεν μπορεί να εξισωθεί με τον θάνατο κανενός άλλου, όχι με την έννοια της ηθικής ή ιεραρχικής αξιολόγησης, όπως πιστεύουν πολλοί, αλλά επειδή το νοητικό περιεχόμενο του δικού μας θανάτου δεν μπορεί να εξισωθεί με το νοητικό περιεχόμενο, το νόημα, του θανάτου οποιουδήποτε άλλου όντος. Με αυτή την έννοια ο θάνατος του κάθε ανθρώπου είναι η απόλυτα προσωπική κατάσταση και το γεγονός που ανήκει αποκλειστικά στον καθένα ξεχωριστά.

Για τον Heidegger o κάθε άνθρωπος, ως Dasein, μπορεί να υπάρξει αυθεντικά μόνο όταν γίνει - εν τέλει - αυτό που είναι. Το Είναι του, θα προσδιοριστεί από τον χρόνο που ξεκινά την στιγμή της γέννησής του και περατώνεται την στιγμή του θανάτου του.  Η χρονικότητα αυτή δεν έχει για τον Heidegger την απλουστευμένη μορφή του παρελθόντος- παρόντος – μέλλοντος. Κλειδί για να νοήσουμε τον χαϊντεγκεριανό χρόνο είναι η μελλοντικότητα. Η κατεύθυνση_προς το μέλλον (που περιλαμβάνει φυσικά το παρελθόν και το παρόν) αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του Dasein. Αυτή η έννοια της έκτασης ή της προβολής προς το μέλλον καθορίζει το Dasein ως Είναι_προς_Θάνατο (ως Sein_zum_Tode). Το Είναι_προς_Θάνατο, δεν συνιστά μια δυναμική που φέρνει τον άνθρωπο κοντύτερα σε αυτό που ονομάζουμε «κλινικό» θάνατο, αλλά μια δυναμική που τον πλησιάζει σε αυτό που ονομάζουμε αυθεντική ύπαρξη. Η αυθεντική και η μη αυθεντική ύπαρξη του Dasein είναι σύμφωνα με την χαϊντεγκεριανή ορολογία, καταστάσεις στενά συνδεδεμένες με την καθημερινότητα του βίου μας. Οι άνθρωποι εγκλωβιζόμαστε σε μια καθημερινότητα που συνήθως έχει καθοριστεί από την συμβίωσή μας με του «άλλους» - τους «πολλούς» - οι οποίοι έχουν λίγο πολύ επιβάλει ένα σύστημα αξιών, και έναν «μέσο όρο» στον τρόπο ζωής. Μοναδική διέξοδος από τον εγκλεισμό μας στην καθημερινότητα των «άλλων», με τους οποίους υποχρεωτικά και αναπόδραστα είμαστε συνδεδεμένοι,  είναι να κάνουμε την δική μας προβολή στο μέλλον, τοποθετώντας την ύπαρξή μας σε μια ιδιότυπη χρονική συνθήκη. Ο χρόνος της ύπαρξής μας, διαφέρει από τον χρόνο που μετρούν τα ρολόγια και κυριαρχεί στην καθημερινότητα. Ο υπαρξιακός χρόνος για τον Heidegger κινείται ανάποδα. Από το μέλλον προς τα πίσω. Η ουσία του υπαρξιακού χρόνου βρίσκεται στο μέλλον. Εκτεινόμενος προς το μέλλον ο άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει τον θάνατο και με αυτόν τον τρόπο να δει τα γεγονότα της ζωής του, μέσω των οποίων πρέπει να διέλθει για να φτάσει στο φυσικό του τέλος. Ένα τέλος, που παρότι δεν γνωρίζει πώς και πότε θα συμβεί,  παρότι δηλαδή είναι ένα τέλος άγνωστο και ακαθόριστο, αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι του Είναι του.

Η συζήτηση περί θανάτου με την καθημερινή, παρηγορητική ή επικήδεια έννοια αποκρύπτει, σύμφωνα με τον Heidegger την ουσία του Είναι_προς_Θάνατο και μας απομακρύνει από την πραγματικότητα. Μιλώντας για τον θάνατο σαν κάτι που συμβαίνει κάποια στιγμή στον χρόνο ή κάποια στιγμή σε «κάποιους», είναι σαν να μιλάμε για κάτι που δεν είναι χειροπιαστό – σαν κάτι που δεν μας αφορά. Η προοπτική του θανάτου για το Είναι_προς_Θάνατο, δημιουργεί το προσωπικό όριο. Εξατομικεύει το Είναι και το απελευθερώνει από τους «άλλους» ώστε να επαναξιολογήσει την ζωή του με σημείο εκκίνησης την περατότητα του.  

Αντίθετα με τον Επίκουρο που επιχειρεί να απαλύνει τον φόβο και τον πόνο του θανάτου, ξορκίζοντάς τον κι αναζητώντας «καθημερινές» με χαϊντεγκεριανούς όρους ηδονές, ο Heidegger τον προτάσσει και τον ανάγει σε θεμελιακό στοιχείο του Είναι. Το Είναι, μπροστά στην προοπτική του θανάτου του, αποσπάται από την επιβεβλημένη καθημερινότητα και αποσπώμενο από αυτήν αποσπάται συνεπαγωγικά από τον αόριστο φόβο του θανάτου. 

Μόνο με την κατανόηση του πεπερασμένου της ύπαρξής του το Dasein μπορεί να ξεπεράσει τις παραδοξότητες, τις πλαστές αξίες και την ευτέλεια της καθημερινής ζωής –καταστάσεις που μας εγκλωβίζουν και μας αποξενώνουν από την αυθεντική μας ύπαρξη. Υπερβαίνοντας την καθημερινή του ζωή - με όλους τους περιορισμούς που αυτή συνεπάγεται-  ο άνθρωπος, ως Είναι_προς_Θάνατο, βλέποντας το γεγονός του θανάτου του στο μέλλον, μπορεί να διαλύσει όλες τις φαντασιώσεις, τους συμβιβασμούς, τις επίπλαστες αξίες και τα επιβεβλημένα «πρέπει» που τον κρατούν δέσμιο και να ξαναχαράξει την ζωή του επανανοηματοδοτώντας την καθημερινότητά του. Κι αυτό δεν είναι εγωιστικό χαρακτηριστικό στο μέτρο που θεωρείται στοιχειώδες «οντολογικό» –και όχι οντικό – χαρακτηριστικό.

Έχοντας αυτά κατά νου, ο θάνατος αγαπημένων προσώπων εκτός από τα αισθήματα θλίψης, οδύνης, απώλειας ή αδικίας που δημιουργεί, λειτουργεί και ως υπενθυμητικό σοκ. Μας θυμίζει αυτό που η καθημερινότητα μάς κάνει να ξεχνάμε: την δυναμική του Είναι_προς_Θάνατο, του τρόπου να βιώνουμε τη ζωή ως σκεπτόμενα αυτοκαθοριζόμενα όντα που διαρκώς νοηματοδοτούν τον κόσμο τους και εκτείνονται από αυτό που είναι προς αυτό που δεν είναι ακόμα._


Ο Άλκης Γούναρης είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθήνας και οργανώνει το Φιλοσοφικό Καφενείο Dasein στα Εξάρχεια. http://www.alkisgounaris.com/