Με ένα μικρούλι μαχαίρι


Σε έρημο κήπο
το βράδυ σκαλίζω,
σταγόνες με αίμα
στο χέρι

ατύχημα ήταν
τη νύχτα εξαγνίζω
με ένα μικρούλι μαχαίρι.

Απλό μου φαινόταν
πως θα'κλεινε μόνη
πληγή
που το τέλος της ξέρει

μα οι ώρες περνάνε
ξημέρωμα φτάνει
ο χρόνος
μου στήνει καρτέρι.

Σε πλήθος ανθρώπων
τη μέρα γυρίζω
οδύνες φορτώνω στη μάζα

χωρίς να διστάσω
μπροστά τους φωνάζω
για λίγο
βαμβάκι και γάζα.

Θολώνουν για λίγο
το αίμα κοιτάζουν
αν είναι στ'αλήθεια
δικό μου:

"Επαίτης θα είναι
ληστής και αγύρτης
μεγάλο μας κάνει
χουνέρι.
Ανύποπτους ψάχνει
για να τους γελάσει
το χρήμα να βάλει
στο χέρι."

Κανείς δε ζυγώνει
εκτός απ'τους σκύλους
που μύρισαν
σάρκες και αίμα.

Μα δεν το πιστεύω
πως έτσι πεθαίνω
για μια εικασία
ένα ψέμα.

Τα δυο μου τα χέρια
ολόρθα σηκώνω
κι ευθύς ετοιμάζω
την πτήση

αγύρτης δεν ήμουν
που ήθελα μόνο
ο έρημος κήπος
ν'ανθίσει!

Χωρίς να δειλιάσω
ορμή με σηκώνει
κι αρχίζω να τρέχω
στο πλήθος

σε μίζερα στήθη
και άδεια κεφάλια
χαράσσω
το νέο μου ήθος.

Σε μάζες ανθρώπων
το τέλος σκορπίζω
του Πλούτωνα
στήνω λημέρι

σε έρημο κήπο
τη μέρα εξαγνίζω
με ένα μικρούλι μαχαίρι.