Συγγραφή: Παναγιώτης Πέρρος
Μ.Δ.Ε. Ηθικής
Φιλοσοφίας Παν/μίου Αθηνών
[κατεβάστε/εκτυπώστε το άρθρο σε
word]
Η έναρξη της πολιτικής κοινωνίας
Ο άνθρωπος στη φύση του ήταν ένα ευγενικό ον μέσα στην αγριότητά του
(Rousseau, 1754). Οι μοναδικές επιδιώξεις του ήταν η αυτοσυντήρησή του μέσω της
εκπλήρωσης των βασικών φυσικών αναγκών του. Πάντοτε όμως είχε κάτι το οποίο τον
έκανε διαφορετικό από όλα τα άλλα είδη της φύσης: τη δυνατότητα της ελεύθερης
επιλογής. Αυτή η δυνατότητα ήταν που τον έβγαλε έξω από τη φυσική του κατάσταση.
Επιπλέον, κύριος παράγοντας ο οποίος τον ώθησε στη συγκρότηση κοινωνιών είναι
κυρίως η θέληση να δημιουργήσει ένα «ηθικό εγώ» μέσα από την αντιμετώπιση των
άλλων προς το πρόσωπό του. Αυτό βέβαια περιλαμβάνει αρκετά πράγματα, όπως η τάση
για ανταγωνισμό, η σύγκριση με τους άλλους, η δημιουργία εχθροτήτων και η
λαχτάρα για δύναμη. Όλα αυτά σύμφωνα με τον Rousseau αποτελούν συστατικά
στοιχεία εκείνου που ονομάζεται οργανωμένη κοινωνία και εκ των πραγμάτων
σημαίνουν την έξοδο του ανθρώπου από την κατάσταση της φύσης. Σημαντική εδώ
είναι η διαφοροποίησή του από τον προγενέστερο Hobbes, ο οποίος θεωρούσε ότι ο
άνθρωπος συγκρότησε κοινωνίες γιατί ήθελε να απαλλαχτεί από το άγχος που του
προκαλούσε ο φόβος του θανάτου (Hobbes, 1651). Αυτό δεν ευσταθεί μας λέει ο
Rousseau απλούστατα διότι ο άνθρωπος δεν είχε γνώση του θανάτου, καθώς
αποτελούσε απλώς ένα ζώο ανάμεσα στα άλλα ζώα. Η γνώση του θανάτου και το
επακόλουθο άγχος ή φόβος του τέλους θα έλθει αργότερα, κατά την έξοδό του από τη
φυσική κατάσταση. Την ίδια αντίληψη άλλωστε βρίσκουμε και στις ελληνικές πηγές,
με ιδιαίτερο παράδειγμα τον Αισχύλο, ο οποίος υποστηρίζει πως ο Προμηθέας,
φέρνοντας τη φωτιά και τον πολιτισμό στους ανθρώπους, τους χάρισε και την
επίγνωση της θνητότητάς τους -« θνητούς γε έπαυσα μή προδέρκεσθαι μόρον
»- (Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, 250), πράγμα φυσικά που συντελεί στην
πληρέστερη κατανόηση του καθαρού τους εγώ.
Το Κοινωνικό Συμβόλαιο
Από τη στιγμή λοιπόν που άνθρωπος συγκροτεί κοινωνίες, οφείλει να διασφαλίσει
την ευτυχία και την ευημερία του. Αυτό γίνεται μέσω της θέσπισης του Κοινωνικού
Συμβολαίου, μια πράξη υπέρτατης δέσμευσης ευθύνης απέναντι στο κοινό καλό
(Rousseau, 1762). Η διασφάλιση της κοινωνικής τάξης αποτελεί τη βάση του
δικαίου. Το δίκαιο στις οργανωμένες κοινωνίες δεν διασφαλίζεται από τη φύση,
αλλά είναι προϊόν σύμβασης. Η σύμβαση αυτή, ενώ αποτελεί ισχυρή δέσμευση και
υπέρτατο συμβόλαιο, εντούτοις στοχεύει στη διασφάλιση της ελευθερίας του κάθε
πολίτη, καθώς ο πολίτης δεν δεσμεύεται απέναντι σε κάποιον άλλο, αλλά απέναντι
στον ίδιο του τον εαυτό, υπό το πρίσμα της διαλεκτικής σχέσης που οφείλει να
αναπτύξει με τη διασφάλιση του Γενικού καλού ολόκληρης της κοινωνίας. Επομένως
εδώ υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά με το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Hobbes. Ενώ
στον Hobbes παρατηρούμε ότι ο άνθρωπος εκχωρεί τα προσωπικά του δικαιώματα στο
ηθικό πολιτειακό πρόσωπο του Λεβιάθαν, ο Rousseau παρατηρεί ότι το Κοινωνικό
συμβόλαιο δεν αφαιρεί και δεν υποβαθμίζει τα προσωπικά δικαιώματα, αλλά τα
ενισχύει και τους προσφέρει τη διάσταση που πρέπει να έχουν στα πλαίσια μιας
οργανωμένης κοινωνίας. Αντιθέτως με την περίπτωση του Hobbes, η ιδέα του
Κοινωνικού Συμβολαίου στη φιλοσοφία του Locke πλησιάζει αρκετά στη νοοτροπία του
Rousseau (Locke, 1689). Τα χρόνια που ακολούθησαν τον στοχασμό του Rousseau,
ανέδειξαν και άλλες θεωρίες Κοινωνικών Συμβολαίων. Ο Proudhon υποστήριξε ότι ο
πολίτης δεν είναι δυνατό να συμβάλλεται με το κράτος αλλά αντιθέτως, η μοναδική
δέσμευση που πρέπει να αναλάβει είναι απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, κάνοντας
έτσι ένα βήμα προς την θεωρία του αναρχισμού (Proudhon, 1851). Ύστεροι διανοητές
κατά τον 20ο αιώνα οι οποίοι τεκμηρίωσαν τις θεωρίες τους περί Κοινωνικού
Συμβολαίου είναι οι Rawls (Rawls, 1971) και Pettit (Pettit, 1997).