Θ.ΒοήθειαςΘ.Βοήθειας   ΑναζήτησηΑναζήτηση   Εγγεγραμμένα μέληΕγγεγραμμένα μέλη   Ομάδες ΧρηστώνΟμάδες Χρηστών  ΕγγραφήΕγγραφή  ΠροφίλΠροφίλ 
Συνδεθείτε, για να ελέγξετε την αλληλογραφία σαςΣυνδεθείτε, για να ελέγξετε την αλληλογραφία σας   ΣύνδεσηΣύνδεση 

Νέα κατηγορία θεμάτων
Μετάβαση στη σελίδα Προηγούμενο  1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
 
Δημοσίευση νέας  Θ.Ενότητας   Απάντηση στη Θ.Ενότητα    www.filosofia.gr Αρχική σελίδα -> Φιλοσοφικοί Προβληματισμοί
Επισκόπηση προηγούμενης Θ.Ενότητας :: Επισκόπηση επόμενης Θ.Ενότητας  
Συγγραφέας Μήνυμα
antanion
Πρύτανης


Εγγραφή: 13 Φεβ 2008
Δημοσιεύσεις: 503

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Σαβ Μάϊ 25, 2013 9:25 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

10 χρόνια ευρώ. Και τώρα; 2011-12

20' Έπρεπε να μπει η Ελλάδα στην ευρωζώνη ;

Κάποιοι λένε όχι, καθώς οι αυξήσεις στου μισθούς ήταν αναντίστοιχες με την παραγωγικότητα που είναι χαμηλή. Η ελληνική οικονομία δεν είναι ανταγωνιστική, το κράτος δεν κάνει μεταρρυθμίσεις, δεν εισπράττει φόρους. Μπήκαμε στην ευρωζώνη δίχως να πληρούμε τα κριτήρια. Η είσοδος στο ευρώ έγινε με πολύ σκληρή ισοτιμία, που αποδείχθηκε παντελώς λανθασμένη για τη μετέπειτα εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας.

24’ Τα 10 χρόνια (2000 - 2010) του ευρώ στη ζωή μας ήταν χαμένα χρόνια ;

Χρήστος Παπαθεοδώρου (καθ. κοινωνικής πολιτικής - Δημοκρίτειο) : Τα χρόνια αυτά και μέχρι την κρίση η Ελλάδα αναπτυσσόταν γρήγορα, αλλά τούτο δεν επέδρασε καθόλου στη μείωση της φτώχειας. Σαφώς, βελτίωσε το επίπεδο διαβίωσης γενικά του πληθυσμού, αλλά δεν επηρέασε σημαντικά την ίδια την διανομή του εισοδήματος, δηλαδή την μείωση της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και φτωχών.

14’ Γιάννης Δραγασάκης : Στη δεκαετία 2000 - 2010 μπήκαν στην Ελλάδα 318 δις ευρώ. Από τα 318 δις, μόνο τα 17 δις ήταν επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Τα υπόλοιπα ήταν δανεισμός δημόσιος και ιδιωτικός, χρηματιστήριο κι άλλες κερδοσκοπικές δράσεις.

29’40’’ Κωνσταντίνος Δημουλάς (καθ. παντείου) :Τα δάνεια που η χώρα μας έλαβε τροφοδότησαν κυρίως τις εισαγωγές υψηλών καταναλωτικών προϊόντων από ανεπτυγμένες χώρες τις Ευρώπης (κυρίως από την Γερμανία, την Ολλανδία και την Ιταλία απ’ όπου προέρχονται οι περισσότερες εισαγωγές μας) και ταυτόχρονα μειώθηκαν οι εξαγωγές. Για παράδειγμα, το 1999 οι εξαγωγές μας αποτελούσαν το 43% των εισαγωγών, ενώ το 2008 μόλις το 22,5%.

-----

Επωφελήθηκαν και οι Ευρωπαίοι από τον - προερχόμενο από την μαύρη οικονομία και τον δανεισμό - καταναλωτισμό των Ελλήνων. Έκαναν τα στραβά μάτια όσο οι Έλληνες δανείζονταν και ξόδευαν για να εισάγουν τα ευρωπαϊκά προϊόντα.


32’ Κώστας Λαπαβίτσας : Λένε πολλοί ότι στην Ελλάδα είχαμε ένα πάρτη την τελευταία δεκαετία και ο Έλληνας κατανάλωσε πάρα πολύ. Είναι απολύτως λανθασμένο αυτό. Το περίεργο της κατανάλωσης στην Ελλάδα δεν είναι ότι διογκώνεται ξαφνικά την δεκαετία που μας πέρασε, αλλά ότι μένει σταθερή σε υψηλό επίπεδο. Αυτό όμως που συμβαίνει με την υψηλή αυτή κατανάλωση, η οποία στηρίζεται στην πίστωση, είναι ότι περιλαμβάνει κατανάλωση περισσότερων εισαγόμενων προϊόντων. Η πρόσβαση σ’ αυτά τα αγαθά πολύ ευκολότερα από ό, τι σε προηγούμενες περιόδους, δημιουργεί την ψευδαίσθηση ευδαιμονίας.

38’30’’ Σύμφωνα με τον Ρομάνο Πρόντι η κρίση είναι ευρωπαϊκή και μάλιστα προαναγγελθείσα. Με τη γέννηση του ευρώ, ο ίδιος, ως πρόεδρος της κομισιόν, είχε επισημάνει εξαρχής στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία ότι η νομισματική ένωση έχει ανάγκη κι από μία δημοσιονομική ένωση με ελέγχους και μία εποπτεύουσα αρχή με πολιτική εξουσία, αλλιώς θα υπάρξει σίγουρα κάποιο ατύχημα, όπως η κρίση που διανύουμε. Τότε του απαντούσαν πως έχει γίνει ήδη μεγάλη προσπάθεια και πως οι μεταρρυθμίσεις που ζητούσε θα γίνουν αργότερα.
Αλλά αργότερα ήρθαν τα χρόνια του φόβου. Οι πολιτικοί έβαζαν τις εθνικές προτεραιότητες πάνω από την Ευρώπη. Και φτάσαμε τώρα να μην έχουμε κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Οι Γερμανοί έχουν πλεόνασμα 200 δις, αλλά αντί να αναπτύξουν τη δική τους οικονομία συμπαρασύροντας και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πιστεύουν ότι πρέπει να μείνουν ανέγγιχτες οι «ενάρετες» χώρες και να κάνουν θυσίες οι άλλες που βιώνουν δυσκολίες.

-----

40’40’’ Δυο χρόνια τώρα ακούμε τον ίδιο μύθο, ότι η κρίση οφείλεται στο ότι οι Έλληνες - και οι νότιοι, γενικώς - ξοδεύαμε και χρεωθήκαμε περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, πληρωνόμαστε περισσότερο απ’ όσο πρέπει.

41’’ Ίαν Μπεγκ (καθ. πανεπιστημίου LSE) : Η Γερμανία εισήλθε στο ευρώ με πολύ υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία και, ως εκ τούτου, ξεκίνησε έχοντας μειονέκτημα στην ανταγωνιστικότητα. Για να λυθεί αυτό το πρόβλημα, κράτησαν τους μισθούς χαμηλά, κι έτσι η Γερμανία έγινε με πολύ αργούς ρυθμούς ανταγωνιστική. Αλλά με το να γίνεται η Γερμανία όλο και πιο ανταγωνιστική, άλλες χώρες γίνονταν λιγότερο ανταγωνιστικές. Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου φαινομένου.

41'30'' Κώστας Λαπαβίτσας : Οι εργαζόμενοι στην Γερμανία έχουν υποστεί 20 χρόνια λιτότητας. Μπορεί να μην έχουν έρθει αντιμέτωποι με τραγικές καταστάσεις κρίσης, όπως στην Ελλάδα, αλλά ο Γερμανός εργαζόμενος επί δύο δεκαετίες είναι υπό συνεχή συστηματική πίεση όσον αφορά στις αποδοχές του.

-----

42’ Για 10 χρόνια η περιφέρεια της Ευρώπης αναπτυσσόταν ταχύτερα από το κέντρο της. Τα κεφάλαια έρρεαν από το κέντρο προς την περιφέρεια. Έχουμε έτσι μεγάλες ροές κεφαλαίων από χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία προς χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία. Κι όταν τα κεφάλαια έπαψαν να έρχονται προς την Ελλάδα και τις άλλες χώρες τις περιφέρειας η κρίση φανερώθηκε. Η πρώτη απάντηση που δόθηκε ήταν το ελληνικό μνημόνιο το 2010 κι έπειτα το ιρλανδικό και το πορτογαλικό. Πακέτα με δανεικά συν αυστηρά προγράμματα λιτότητας.

43'30''Αιμίλιος Αυγουλέας (καθ. πανεπιστημίου Μάντσεστερ) : Το πακέτο ήταν πολύ μικρό, η διάρκειά του πολύ μικρή και το επιτόκιό του πολύ υψηλό. Τεράστια λάθη και τα τρία. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση δεν διαπραγματεύτηκε ένα σωστό πλαίσιο οικονομικής ανάπτυξης εντός του μνημονίου. Απ’ ό, τι φαίνεται το μνημόνιο ήταν συρραφή πολιτικών που είχε εφαρμόσει το ΔΝΤ και άλλοι οργανισμοί στην Λατινική Αμερική κι άλλες χώρες, συνταγές πολύ ασύμβατες με την ελληνική πραγματικότητα.

47’ Μήπως θα έπρεπε εμείς οι ίδιοι να επιλέξουμε την έξοδο απ’ το ευρώ ;

Όσοι λένε όχι, υποστηρίζουν ότι διαφορετικά θα υπάρξει τεράστια υποτίμηση στο νόμισμα που η Ελλάδα θα αναγκαστεί να κόψει. Αυτό θα σημάνει υψηλό πληθωρισμό και καθώς η ελληνική οικονομία δεν παράγει και δεν είναι ανταγωνιστική, δεν θα έχουμε κέρδος απ’ τις εξαγωγές. Πριν ανακοινωθεί η επιστροφή στην δραχμή οι άνθρωποι θα σηκώσουν τις οικονομίες τους και οι ελληνικές τράπεζες θα καταρρεύσουν. Η χώρα θα χάσει την αξιοπιστία της όχι για μερικούς μήνες αλλά ενδεχομένως για μερικές δεκαετίες. Πράγμα που θα την δυσκολέψει αφάνταστα και να ξαναδανειστεί και να ξαναεπενδύσει και να δώσει ένα αναπτυξιακό όραμα στους πολίτες.

46’25’’ Ο Κώστας Λαπαβίτσας υποστηρίζει ότι η ευρωζώνη προσπαθεί να μας αποβάλλει επιβάλλοντάς μας τέτοιους όρους και δημιουργώντας τέτοιες συνθήκες για να παραμείνουμε εντός της, που μας οδηγούν στην έξοδο από την ευρωζώνη. Η Ελλάδα πρέπει να κάνει λογιστικό έλεγχο του χρέους της, στάση πληρωμών και να εγκαταλείψει το ευρώ. Όπως αναφέρει, μεσοπρόθεσμα υπάρχουν ελάχιστε αμφιβολίες ότι τα πράγματα δεν θα’ ναι θετικά. Βραχυπρόθεσμα, όμως, θα υπάρξει πρόβλημα με το πετρέλαιο, με τα τρόφιμα, με τα φάρμακα, διότι σ’ αυτά η χώρα μας έχει εμπορικά ελλείμματα. Θα πρόκειται για συνθήκες έκτακτης ανάγκης, θα χρειαστεί να ληφθούν διοικητικά μέτρα για τα αγαθά αυτά.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
antanion
Πρύτανης


Εγγραφή: 13 Φεβ 2008
Δημοσιεύσεις: 503

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Σαβ Μάϊ 25, 2013 11:06 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Η παρακάτω εκπομπή του Κώστε Μπαξεβάνη γυρίστηκε περίπου το καλοκαίρι του 2011. Ναι, είναι παλιά, πιθανότατα λέει πράγματα ήδη γνωστά σε πολλούς. Παραμένει, όμως, μια απ' τις καλύτερες. Μια πλήρης κι ενδιαφέρουσα ανασκόπηση των απόψεων (ένθεν κι ένθεν) που ακούγονταν και ακούγονται για την οικ. κρίση.

Η μνήμη και το μνημόνιο

κι εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=upWA9GHwnGM


0.0 Αρχή. Λίγα λόγια για το πώς ξεκίνησε η κρίση.

Μέχρι τη δεκαετία του 1970 η παγκόσμια οικονομία στηριζόταν στην παραγωγική διαδικασία, ήταν πραγματική. Μέχρι που έγινε χρηματοπιστωτική. Το 1996, από τα 1,2 τρις δολάρια που κυκλοφορούσαν μέσω των χρηματιστηρίων, μόνο το 8% είχε σχέση με την πραγματική οικονομία, το υπόλοιπο ήταν πλασματικό κεφάλαιο.

4’22’’ Νίκος Κοτζιάς (καθ. Πανεπιστημίου Πειραιά - συγγραφέας) : Η παγκόσμια κρίση ξεκίνησε από τον ιδιωτικό τομέα και τις τράπεζες - να μην το ξεχνάμε αυτό, διότι μερικοί την εμφανίζουν ως κρίσης απλά του δημοσίου. Είναι μια κρίση όχι παγκόσμια, αλλά της Δύσης, διότι επενδύσεις, μεγάλα ποσά, μετακινήθηκαν στην Ανατολή (Κίνα, Νοτιοανατολική Ασία και στις μικρές Τίγρεις), άρα η κρίση έρχεται από το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ και του Αγγλοσαξονικού χώρου. Είναι μια κρίση της ευρωπαϊκής ένωσης λόγω της ασύμμετρης ανάπτυξής της. [...] Είναι μια πολύπλευρη κρίση για την Ελλάδα.

5’20’’ Μιράντα Ξαφά (πρώην στέλεχος ΔΝΤ - Σύμβουλος της I. J. Partners) : Η κρίση προέρχεται από τη διόγκωση του κράτους κι από τις παρεμβάσεις του στην οικονομία. Το κομματικό κράτος είναι αυτό που μοίρασε προσλήψεις, προμήθειες, άδειες, συντάξεις. Αυτή είναι η ρίζα και της δημιουργίας του υπέρογκού χρέους και την έλλειψης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

6’05’’ Κώστας Μπαξεβάνης : Στην Ελλάδα η κρίση πραγματικά σχετίζεται με την οργάνωση και την λειτουργία του ελληνικού κράτους. Αλλά χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ισπανία δεν είχαν σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, ούτε κάποιο κομματικό κράτος. Είναι αυτό ακριβώς το συμπέρασμα που κάνει αρκετούς να υποστηρίζουν πως η ελληνική κρίση, όσο κι αν πατάει σε ένα αποδιοργανωμένο κι επιπόλαιο κράτος, δεν είναι ακριβώς ελληνική.

6’20’’ Γιάννης Βαρουφάκης (καθ. Οικον θεωρίας παν/μίου Αθηνών) : Το οικοδόμημα του ευρώ δεν ήταν σχεδιασμένο για να μπορέσει να αντέξει την κρίση του 2008, κι έτσι άρχισε να καταρρέει από το πιο αδύναμο και σαθρό του διαμέρισμα, το ελληνικό. Αν δεν ήταν το ελληνικό θα ήταν κάποιο άλλο, γιατί το πρόβλημα της ευρωζώνης ήταν δομικό’ δεν είναι δυνατόν να πηγαίνει η κυρία Μέρκελ στην Ουάσινγκτον και να μιλάνε δύο ώρες για την Ελλάδα με τον κύριο Ομπάμα, αν δεν υπάρχει δομικό πρόβλημα – αν ήταν απλώς ένα πρόβλημα της Ελλάδας, θα το είχαν λύσει οι βοηθοί τους. Το ζητούμενο τώρα είναι εάν και πότε η Γερμανία και οι πλεονασματικές χώρες, μαζί με την ΕΚΤ, αποφασίσουν να παραδεχτούν ότι η κρίση δεν είναι μόνο της μικρής κι ανόητης Ελλάδας, αλλά κρίση συστήματος, κρίση ευρωζώνης.

7’20’’ Κ. Μπαξεβάνης : Αν η κρίση θεωρηθεί ως αποκλειστική ευθύνη του τρόπου λειτουργίας του ελληνικού κράτους, τότε η Ελλάδα μπορεί να γίνει υποχείριο των δανειστών της και των όρων τους. Αν αιτία χαρακτηριστεί ο τρόπος λειτουργίας της Ε.Ε και η αδυναμία της να λειτουργήσει με ομοιογένεια, τότε ευθύνη έχει και η Ε.Ε.
[...]
Τάκης Μίχος (δημοσιογράφος): 9’23’’ Από τη στιγμή που μπήκαμε στην ευρωζώνη, αρχίσαμε να δανειζόμαστε ασύστολα, ενώ θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε σε επενδύσεις τα δάνεια που παίρναμε. Τα ξοδέψαμε σε δημόσιες δαπάνες, κυρίως σε μισθούς και σε συντάξεις. [...] 12’30’’ Όταν στην Ελλάδα παίρναμε σύνταξη στα 55, τη στιγμή που στον υπόλοιπο κόσμο έπαιρναν στα 63 και 65, όταν η μέση σύνταξη ήταν το 96% του μισθού σου, τη στιγμή που στον υπόλοιπο κόσμο ήταν το 61%, όταν παραχωρούσαμε στον εαυτό μας απολαβές οι οποίες μειώνουν την ανταγωνιστικότητα και οι οποίες υπερέβαιναν όλων των άλλων χωρών, τότε προφανώς «τα φάγαμε όλοι μαζί». Η Ελλάδα είναι στις τελευταίες θέσεις στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα, έχει το μεγαλύτερο γραφειοκρατικό κόστος για τις επιχειρήσεις, έχει μόνο το 1% των διεθνών επενδύσεων τη στιγμή που ο μέσος όρος είναι 4,1% στις άλλες χώρες τις ευρωζώνης...

13’30’’ Πέτρος Μάρκαρης (συγγραφέας) : Ξέρετε εσείς κανέναν άνθρωπο στον κόσμο, Αμερικάνο, Άγγλο, Γερμανό, που θα του δώσεις λεφτά και θα σου πει «δεν τα παίρνω γιατί η παραγωγικότητα της χώρας μου είναι χαμηλή» ; Ουδείς δεν πρόκειται να το πει. Λοιπόν, υπάρχει ένας τρόπος να ξέρουμε ως πού είμαστε υπεύθυνοι. Κι όχι «εμείς φταίμε για όλα» ή «εμείς δε φταίμε σε τίποτα.» [...] 9’05’’ [εκτός των άλλων] πέσαμε και θύματα μιας αντινομίας: ενός ευρώ ακριβού για την πώληση προϊόντων μας στο εξωτερικό, αλλά πολύ φθηνού για να δανειστούμε. Εμείς καταφύγαμε στην εύκολη δεύτερη να δανειζόμαστε αφειδώς.

15’ Γιάννης Βαρουφάκης: Η Ελλάδα έχει ένα τεράστιο μερίδιο ευθύνης. Τόσα χρόνια κακοδαιμονιών, ανικανότητας να φορολογηθούν τα μεσαία και μεγάλα εισοδήματα, τόσα χρόνια με έναν δημόσιο τομέα αναποτελεσματικό και μη παραγωγικό (αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημά του, κι όχι ότι ήταν δαπανηρός και διογκωμένος). Ακόμα όμως κι αν δεν συνέβαιναν όλα αυτά, την κρίση δεν θα την είχαμε αποφύγει.

16’ Κ. Μπαξεβάνης : [...] Ήταν η προσφυγή στο ΔΝΤ η μοναδική λύση;

Μιράντα Ξαφά (πρώην στέλεχος ΔΝΤ - Σύμβουλος της I. J. Partners): Ναι, διότι η τρόικα μας δάνεισε 110 δις όχι για να συνεχίσουμε την υπερκατανάλωση με δανεικά, αλλά για να προσγειωθούμε ομαλά σ’ ένα χαμηλότερο επίπεδο κατανάλωσης. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την μείωση των εισοδημάτων. Περνάει, δηλαδή, απ’ την ύφεση. Δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγεις την ύφεση σε μια οικονομία που πρέπει να πάει από κρατικό έλλειμμα 36 δις στο μηδέν. Χρειάζονται παρεμβάσεις διαρθρωτικές, οι οποίες προβλέπονται στο μνημόνιο, που αποσκοπούν στην αύξηση της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών. Αυτή είναι όλη η προσπάθεια που γίνεται για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, τη μείωση της γραφειοκρατίας, μια πιο εύκαμπτη αγορά εργασίας (διότι κάθε μέτρο που περιορίζει τις απολύσεις, περιορίζει και τις προσλήψεις, με αποτέλεσμα να είναι άνεργοι όλοι σχεδόν οι νέοι κάτω των 25).

17’30’’ Γιάννης Βαρουφάκης : Το μνημόνιο είναι μια δανειακή συμφωνία [...] που εξαγοράζει χρόνο εις βάρος της μελλοντικής βιωσιμότητας του χρέους. [...] Το μνημόνιο μοιάζει να έχει σχεδιαστεί για να επιμηκύνει, να επιταχύνει και να βαθύνει την κρίση. Τι είναι το ποσοστό χρέους μια χώρας; Είναι ένα κλάσμα. Βάζεις το χρέος στον αριθμητή και το ΑΕΠ στον παρονομαστή. Το μνημόνιο μεγαλώνει τον αριθμητή και μειώνει τον παρονομαστή.

19’ Γιάννης Μήλιος (καθηγητής πολιτικής οικονομίας ΕΜΠ) : Όχι, το μνημόνιο δεν ήταν μονόδρομος [...] διότι θα μπορούσαν να υπάρξουν και εναλλακτικές λύσεις που ισχύουν σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, αλλά δεν ισχύουν στην Ε.Ε. Λύσεις όπως ο άμεσος δανεισμός από την ΕΚΤ. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός χρηματοδότησης έξω από τις χρηματαγορές, ο οποίος και χαμηλότερο επιτόκιο να έχει, και να μη συνδυάζεται με μειώσεις μισθών, συντάξεων, διάλυση ασφαλιστικού συστήματος, κατάργηση δικαιωμάτων, αύξηση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, απολύσεων...

20’ Στέφανος Μάνος : Εμείς βγαίνουμε στη γύρα να μαζέψουμε λεφτά. Δεν είναι όμως κανείς υποχρεωμένος να μας δώσει λεφτά. Και μας λένε, αν θέλετε λεφτά πρέπει να συμμαζέψετε το μαγαζί σας ή να μας δώσετε ένα τεράστιο επιτόκιο. Μας λένε να δίνουμε επιτόκιο 10% πάνω από εκείνο της Γερμανίας, διότι παίρνουν που παίρνουν το ρίσκο να μην τους πληρώσουμε, τουλάχιστον να εισπράξουν κάτι. Απλή λογική. Ούτε μυστηριώδεις δυνάμεις ούτε τίποτε άλλο.

20’30’’ Γιάννης Δραγασάκης : Πήραμε το δάνειο απ’ την τρόικα, 110 δις [...] το οποίο πάει για να εξοφληθούν ληξιπρόθεσμα ομόλογα και υποχρεώσεις σε πολεμικές βιομηχανίες και άλλες, ενώ την ίδια στιγμή έχουν φύγει απ’ την Ελλάδα, λόγω της ανασφάλειας που έχει προκληθεί, πάνω από 70 δις τραπεζικών καταθέσεων.

21’20’’ Μιράντα Ξαφά : Δεν υπάρχει καμία εναλλακτική λύση που να είναι εφαρμόσιμη. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να προέλθει απ’ την αύξηση της ζήτησης, διότι τα δανεικά τελείωσαν. Μπορεί να προέλθει μόνο απ’ την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, ώστε να μπορούμε να εξάγουμε περισσότερο, ή απ’ την αύξηση της παραγωγικότητας, γίνεται δηλαδή προσπάθεια να μειωθεί το υπεράριθμο προσωπικό από τις δημόσιες επιχειρήσεις που δεν παράγουν εξαγώγιμα αγαθά, και να πάει σε άλλους τομείς που παράγουν εξαγώγιμα αγαθά. Αναδιάρθρωση της οικονομίας. Όχι στην κατανάλωση με δανεικά, αλλά στις επενδύσεις, την επιχειρηματικότητα και τις εξαγωγές.

22’23’’ Κ. Μπαξεβάνης : Το πρώτο θέμα που θέτουν αρκετοί σχετικά με το μνημόνιο είναι αν η Ελλάδα σύρθηκε στην υπογραφή του κάτω από την πίεση ισχυρών συμφερόντων, και αν διαπραγματεύθηκε με τους καλύτερους όρους.

22’34’’ Γιάννης Βαρουφάκης : Τα μνημόνια αυτά δεν είχανε καμία άλλη χρήση παρά μόνο να δώσουν στην Γερμανία και στην ΕΚΤ περιθώριο χρόνου μέχρι ν’ αποφασίσουν πώς θέλουν να αντιμετωπίσουν το συστημικό πρόβλημα της ευρωζώνης. Το λάθος εδώ έγκειται στο ότι αυτός ο χρόνος εξαγοράστηκε εις βάρος της βιωσιμότητας του χρέους των χωρών στις οποίες προέκυψε το πρόβλημα χρέους, και της βιωσιμότητας του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης στο σύνολό της.
Το βασικό που έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση, ήταν να ξεκαθαρίσει απ’ την αρχή (τον Ιανουάριο του 2010 όταν είχε πλέον πλήρη εικόνα της κατάστασης) στους εταίρους ποια είναι η κατάσταση, αλλά παράλληλα να πει κι ότι εμείς θεωρούμε αυτή την κρίση συστημική, ότι δεν πρέπει να λυθεί με δάνεια και δεν ζητάμε δάνεια, ώστε η συζήτηση να γίνει σε άλλη βάση. Θα μου πείτε, μπορεί ο πτωχευμένος να επιβάλλει στους υπόλοιπους την άποψή του για το πώς πρέπει να λυθεί το πρόβλημα; Βεβαίως. Ο καμένος είναι αυτός που έχει δικαίωμα να μιλάει για την πυρκαγιά. Και μάλιστα ένας καμένος ο οποίος δεν είναι ότι δεν έχει περιθώρια αποφάσεων.


23’47’’ Μιράντα Ξαφά (πρώην στέλεχος ΔΝΤ - σύμβουλος της I. J. Partners) : Το μνημόνιο δεν είναι η αιτία της ύφεσης, απλώς συγκρίνουνε το πριν και το μετά απ’ το μνημόνιο και λένε ότι καλύτερα περνούσαμε πριν, άρα να φύγει το μνημόνιο. Η σωστή σύγκριση είναι με ή χωρίς το μνημόνιο. Επιστροφή στο πριν δεν υπάρχει - χωρίς το μνημόνιο υπάρχει μόνο η χρεωκοπία.

24’15’’ Νίκος Κοτζιάς (καθηγητής στο Παν. Πειραία - συγγραφέας) : Με το ΔΝΤ έχουμε τρία προβλήματα. Το ένα είναι ότι δεν κάναμε καλές διαπραγματεύσεις: όταν οι υπουργοί της κυβέρνησης δήλωναν στη βουλή πως όταν χρωστάς δεν διαπραγματεύεσαι, το άκουγαν οι εν δυνάμει δανειστές μας και συμπεραίνανε ότι θέλουμε ν’ αυτοκτονήσουμε, ενώ έπρεπε να τους εξηγήσουμε ότι αν μας ρίξουν στο βάραθρο της κρίσης, θα τους συμπαρασύρουμε, διότι η Γαλλία έχει 28% του ΑΕΠ της σε δάνεια απ’ τον Νότο της Ευρώπης, η Γερμανία 23,4%, που σημαίνει ότι αν διαταράσσανε τις νότιες χώρες και τις οικονομίες τους, θα πάθαιναν μεγάλες ζημιές και οι ίδιες. Με το σχοινί που θέλανε να μας κρεμάσουνε θα κρεμούσαν τον εαυτό τους.
Αυτή την θεωρία «η τρόικα έρχεται εδώ και μας λέει τι να κάνουμε» δεν την πιστεύω. Καθόλου. Διότι η τρόικα είναι 15 μεσαίοι υπάλληλοι και 4-5 ανώτεροι απ’ τους οποίους κανείς δεν είναι νομπελίστας, κανείς δεν είναι πολιτικός, κανείς δεν έχει ζήσει 50 και 60 χρόνια στην Ελλάδα. Τι έχουνε κάνει; Έχουνε έρθει μ’ ένα συνολικό σχέδιο, μια συνταγή που εφάρμοσαν σε διάφορες χώρες και σε 3-4 μήνες μας έχουν φτιάξει εκατοντάδες. χιλιάδες οδηγίες, αποφάσεις κλπ. Δεν γράφονται αυτά από... 15 ανθρώπους σε 3 μήνες. Έχει στηθεί ένα παραμάγαζο απ’ τις δυνάμεις του ελληνικού νεοφιλελευθερισμού (διοικητές και πρώην στελέχη τραπεζών, μεγάλα δικηγορικά γραφεία που διαμεσολαβούν για λογαριασμό της διαπλοκής) κι όλο αυτό το σύστημα προτείνει, ιεραρχεί τις προτάσεις και «μπουκώνει» την τρόικα, η οποία τα παίρνει, τα εντάσσει στο γενικό της σχέδιο και μας τα φέρνει ως αποφάσεις της.

26’ Γιώργος Κατρούγκαλος (αν. καθηγητής συνταγματικού δικαίου Δημοκρίτειου Παν. Θράκης) : Υπάρχουν μερικές τέτοιες λεπτομέρειες που δημιουργούν πραγματικά απορία. Ας πούμε, η σύμβαση επιβάλλει ως έξοδα φακέλου (σαν τα έξοδα που πληρώνουμε στον συμβολαιογράφο ή στον δικηγόρο όταν αγοράζουμε σπίτι) 450 εκατομμύρια ευρώ, που είναι υπέρογκο ποσό. Ουσιαστικά μας δάνεισαν και ζήτησαν για τα διοικητικά κόστη που στοίχισε η σύνταξη της σύμβασης (η πληρωμή, ας πούμε, του δικηγορικού γραφείου, ανεξάρτητα αν είναι το αγγλικό ή όχι) να τους δώσουμε και 450 εκατομμύρια. Ε, είναι αλληλεγγύη αυτό;

26’27’’ Πάνος Παναγιώτου (χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής - διευθυντής xrimanews.gr) : [...] 26’38’’ Εμείς είχαμε ένα επιτόκιο (την στιγμή που ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις ανεπίσημα, τον Οκτώβριο του 2009) το οποίο ήταν στο 4,5%, άρα δεν είχαμε εκείνη την στιγμή, θεωρητικά, πρόβλημα εξυπηρέτησης/χρηματοδότησης του χρέους. Αυτό που είχαμε ήταν ένα έλλειμμα το οποίο αποκαλύφθηκε ότι ήταν μεγαλύτερο από το αναμενόμενο. Εκεί, λοιπόν, στην προσπάθεια να προλάβουμε (ίσως) τις εξελίξεις, χάσαμε ένα διαπραγματευτικό χαρτί πολύ μεγάλο, ότι δεν φταίμε εμείς για μια κρίση νομισματική και χρηματοπιστωτική’ φταίμε για πράγματα τα οποία έχουμε κάνει και αυτό το βάρος των ευθυνών να αποδεχτούμε. Δεν καταλάβαμε ότι το ελληνικό πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα, ότι ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος δεν ήταν έτοιμος να δεχτεί και να αντέξει μια πτώχευση ελληνική.

27’25’’ Κ. Μπαξεβάνης : Τι θα γίνει αν η Ελλάδα βγει από την λογική και τις δεσμεύσεις του μνημονίου; Μπορεί να υπάρξει διαφορετικά;

27’35’’ Στέφανος Μάνος : Είναι μερικοί που λένε να πτωχεύσουμε, υπονοώντας πως έτσι δεν θα πληρώσουμε αυτά που χρωστάμε. Αυτό θα ήταν μακροχρόνια καταστροφή για την Ελλάδα. Διότι το πρώτο πράγμα που θα συμβεί την επομένη μιας ανακοίνωσης ότι δεν μπορούμε να πληρώσουμε, είναι ότι θα μας κόψουν μαχαίρι, εκείνη την στιγμή, όλες τις πιστώσεις, θα σταματήσουν να μας δανείζουν. Για να αγοράσουμε και να πληρώσουμε οτιδήποτε, λοιπόν, ως κράτος, θα πρέπει να έχουμε τα λεφτά. Το ελληνικό κράτος - κι αυτό είναι το πρόβλημά μας κι από κει ξεκίνησε η κρίση -ξοδεύει πολύ περισσότερα από εκείνα που εισπράττει.
Σήμερα, στη μέση της κρίσης, την ώρα που πρέπει να συνεφέρουμε τα πράγματα, το ελληνικό κράτος ξοδεύει κάθε μήνα 2 δις ευρώ τα οποία δεν έχει. Αν υποθέσουμε ότι πτωχεύουμε, την άλλη μέρα το πρωί αυτά τα 2 δις ευρώ, που το κράτος τα πληρώνει κάπου, δεν θα τα έχει για να τα δώσει. Λοιπόν, θα πρέπει να αποφασίσουμε συλλογικά (εσείς, εγώ, όσοι μας ακούν) τι θα κόψουμε. Μισθούς; Συντάξεις; Πετρέλαιο; Πρώτες ύλες; Τι; Δηλαδή, όλοι αυτοί οι οποίοι μιλούν έτσι ανέμελα για το ενδεχόμενο πτώχευσης, είναι ηλίθιοι, ανόητοι. Λυπάμαι που το λέω έτσι, αλλά δεν υπάρχει καλύτερη έκφραση.

29’12’’ Γιάννης Μήλιος : Είναι ένας ψεύτικος εκβιασμός. Η πτώχευση θα υπήρχε, με δεδομένη την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, αν δεν υφίστατο κανένας μηχανισμός στήριξης. Όμως, η πτώχευση μιας οποιασδήποτε χώρας της ευρωζώνης θα σήμαινε και το τέλος της ευρωζώνης. Επειδή δεν συμφέρει κανέναν απ’ τους κυρίαρχους κύκλους να συμβεί αυτό, είναι σίγουρο ότι θα υπάρχουνε πάντα πακέτα στήριξης.

29’44’’ Κ. Μπαξεβάνης : Η κατάρρευση της Ελλάδας θα σημάνει και την κατάρρευση της ευρωζώνης, λένε όσοι κατακρίνουν την επιλογή του μνημονίου. Η Ευρώπη όχι μόνο σχετίζεται με την ελληνική κρίση, αλλά σε περίπτωση ανάγκης θα πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα για να αποφύγει την κατάρρευση.

29’58’’ Γιάννης Μήλιος : Αμέσως μετά τις εκλογές, όταν άρχισε η συζήτηση περί πτώχευσης, υπήρχε σε ανώτατο επίπεδο νομικής κατοχύρωσης στα κείμενα της ευρωπαϊκής ένωσης, το λεγόμενο no bail out clause, δηλαδή η ρήτρα μη διάσωσης, που είχε περίπου συνταγματικό χαρακτήρα για την ευρωπαϊκή ένωση. Εκείνη την εποχή η μεγαλύτερη τράπεζα του κόσμου, η ελβετική ubs, έκανε μία έκθεση με τίτλο «θα χρεοκοπήσει η Ελλάδα;». Το συμπέρασμα ήτανε μόνο δύο γραμμές: «όχι, διότι θα υπάρξει μηχανισμός στήριξης».

30’39’’ Γιάννης Βαρουφάκης : Έστω ότι εμείς θέλουμε, ή μας πιέζουν, ή και τα δύο, να βγούμε απ’ το ευρώ, κι αποφασίζει ο έλληνας πρωθυπουργός μια Παρασκευή απόγευμα ν’ ανακοινώσει την έξοδο απ’ το ευρώ, ότι Δευτέρα και Τρίτη οι τράπεζες θα είναι κλειστές και την Τετάρτη θ’ ανοίξουνε με δραχμές αφού θα τις έχει τυπώσει η τράπεζα της Ελλάδος. Μέσα σε μερικές ώρες η Ιρλανδία θα πρέπει είτε να ανεβάσει τείχη γύρω από το μικρό κράτος της, που να εμποδίζουν την έξοδο κεφαλαίων (κάτι που παραβιάζει τις βασικές συνθήκες της ευρωζώνης) ή θα πρέπει να αφήσει μια μαζική έξοδο κεφαλαίων απ’ την Ιρλανδία, καθώς όσοι έχουν κεφάλαια στην Ιρλανδία, όσοι έχουν περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να ρευστοποιήσουν - με την πολύ σημαντική πιθανότητα που θα’ χουν στον μυαλό τους ότι αφού έφυγε η Ελλάδα λόγω του βάρους του χρέους της, θα φύγει κι η Ιρλανδία (δεν χρειάζεται να είναι σίγουροι, χρειάζεται απλώς να φοβηθούν ότι μπορεί να γίνει) αφού κι αυτή έχει ένα αντίστοιχο βάρος χρέους -, θα αναγκαστούν να πάρουν τα χρήματά τους και να τα βγάλουν σε ένα άλλο μέρος της ευρωζώνης που θα είναι πιο σίγουρο (στην Ολλανδία, στην Γερμανία). Αυτό θα σημαίνει κατάρρευση της Ιρλανδίας. Είτε υψώσουν είτε δεν υψώσουν τείχη, αρχίζει η αποσάθρωση της ευρωζώνης, διότι οι Γερμανοί και η ΕΚΤ θα έχουν σημαντικό πρόβλημα με την ύψωση αυτών των τειχών.
Με το που θα αρχίσουν να γίνονται όλες αυτές οι κοσμογονικές αλλαγές, οι επενδυτές που έχουν στα χέρια τους Ισπανικά ομόλογα θα αρχίσουν να τα πουλάνε μαζικά. Τα σπρεντς, τα επιτόκια δανεισμού της Ισπανίας θα ξεπεράσουν οποιοδήποτε νοητό όριο, η Ισπανία θα καταρρεύσει κι αυτή. Ξάφνου, σε μερικά 24ωρα, η Γερμανία θα πρέπει να καταβάλλει πάνω από 1 τρις ευρώ για να κρατήσει ζωντανή την υπόλοιπη ευρωζώνη. Δεν θα το κάνει. Αυτό που θα κάνει είναι να φύγει η ίδια απ’ την ευρωζώνη κι έτσι θα καταρρεύσει η ευρωζώνη.

32’32’’ Γιάννης Δραγασάκης : Στη βάση των υπαρκτών προβλημάτων παίχτηκαν και χοντρά παιχνίδια για λόγους γενικότερους, και απ’ την Ευρώπη και από αλλού, επειδή ακριβώς έβλεπαν ότι μπαίνουμε σε μια φάση κρίσης χρεών γενικά, κι ότι τα χρέη αυτά θα αφορούσανε αναπτυγμένες χώρες πλέον κι όχι του τρίτου κόσμου. Με μία έννοια η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο για να μετρηθούν αντιδράσεις και συμπεριφορές. Το ειρωνικό είναι ότι υπήρξαν και εγχώριες δυνάμεις που είπανε ότι η κρίση αυτή μπορεί να είναι και μια ευκαιρία για να μειώσουμε εργασιακά δικαιώματα, για να μειώσουμε μισθούς κλπ.

33’20’’ Γιώργος Κατρούγκαλος (αν. καθηγητής συνταγματικού δικαίου Δημοκρίτειου Παν. Θράκης) : Κατ’ αρχήν, η νομισματική ένωση δημιουργεί το εξής θέμα όταν είναι μόνο νομισματική: κάθε φορά που μια αδύναμη οικονομία συνδέει την τύχη της, έχοντας το ίδιο νόμισμα, με μια ισχυρότερη οικονομία, η πρώτη, επειδή δεν έχει τη δυνατότητα υποτίμησης, μακροπρόθεσμα δημιουργεί μεγάλα ελλείμματα, ενώ η δεύτερη έχει πλεονάσματα.
Πώς γίνεται αυτό σε μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, η Ν.Υ είναι πιο πλούσιο κράτος από το Γουαϊόμινγκ π.χ., άρα εκείνο έχει ελλείμματα και η Ν.Υ πλεονάσματα. Εκεί όμως έρχεται, με την αναδιανεμητική πολιτική, το ομοσπονδιακό κράτος και μεταφέρει τα πλεονάσματα από την πλουσιότερη χώρα στην φτωχότερη. Στην Ευρώπη - επειδή η ΟΝΕ έμεινε μόνο στο επίπεδο της νομισματικής ένωσης δίχως να έχουμε ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική-, δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθούν τα πλεονάσματα της Γερμανίας στην Ελλάδα. Έτσι, εμείς διογκώνουμε χρέη κι αυτοί διογκώνουνε τα κέρδη τους.


34’18’’ άκης Μίχας (δημοσιογράφος) : [...] Υπάρχουν δύο σκέλη της κριτικής του μνημονίου. Το πρώτο είναι ότι μας το επέβαλαν, που είναι - τελείως - εξωπραγματικό. Το ικετεύσαμε. Και μακάρι να είχανε και οι φτωχές χώρες του τρίτου κόσμου ή οι χώρες τις ανατολικής Ευρώπης, την ίδια δυνατότητα. Το δεύτερο σκέλος της κριτικής - το οποίο δεν είναι τελείως παράλογο - είναι ότι, εξαιτίας κάποιων τμημάτων ή της διαμόρφωσής του, το μνημόνιο δεν θα οδηγήσει ταχύτατα στην ανάπτυξη. Εγώ συμπαθώ αυτού του είδους την κριτική, πλην όμως έχω μία ένσταση, ότι προκειμένου να κρίνεις κάτι, πρέπει πρώτα να το δεις να εφαρμόζεται. Πάρτε τις αποκρατικοποιήσεις: στην Γερμανία έγιναν 1000 αποκρατικοποιήσεις σε ένα χρόνο, στην Ελλάδα σε δύο χρόνια δεν έγινε μία αποκρατικοποίηση. [...]

35’45’’ Στέφανος Μάνος : Εγώ έχω πει συγκεκριμένα ότι, κατά τη γνώμη μου, να πρέπει να απολυθούν, σε ένα διάστημα 4 ετών, 400 000 δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι θα αμείβονται για τρία χρόνια με το 70% των τακτικών αποδοχών. Δεν θα εργάζονται, θα είναι σπίτι τους, αλλά θα δικαιούνται να βρουν αλλού δουλειά και, είτε την βρουν είτε όχι, θα εξακολουθούν να μισθοδοτούνται από το δημόσιο, προκειμένου σ’ αυτά τα τρία χρόνια να ρυθμίσουν τη ζωή τους. Πάντως, δεν μπορώ να ζητώ εγώ από έναν φτωχό άνθρωπο το 40% των φόρων του, που κυρίως είναι έμμεσοι φόροι (βενζίνη, φπα κλπ) , να πηγαίνει για περιττές δαπάνες. Το θεωρώ ανήθικο. Μου λένε, αυτό είναι νεοφιλελεύθερο, φιλελεύθερο ‘ εγώ νομίζω πως είναι απλώς κοινή λογική.

36’44’’ Γιάννης Δραγασάκης : Να σας πω ένα απλό μέτρο (που θα μπορούσε να παρθεί αύριο το πρωί) ; Να είναι υποχρεωτική η αναγραφή στις φορολογικές δηλώσεις όλων των εισοδημάτων κι όλων των περιουσιακών στοιχείων (είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό) που έχουμε εμείς οι Έλληνες. Τόσο απλό. Ο κάθε Έλληνας, όπως κάνει ο κάθε Γερμανός, να δηλώνει ό, τι έχει και στην Ελλάδα και στην Ελβετία και στον Λουξεμβούργο κι οπουδήποτε τα έχει. Εάν όλα αυτά είναι νόμιμα, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Εάν όμως υποκρύπτεται φοροδιαφυγή ή οτιδήποτε άλλο, αυτό θα επιτρέψει τον έλεγχο. Γιατί αυτό το μέτρο δεν λαμβάνεται;

37’22’’ Γιάννης Βαρουφάκης : Η μόνη λύση που θα μπορούσε να δοθεί - και δεν είναι δύσκολο να δοθεί - είναι μία ταυτόχρονη αντιμετώπιση του προβλήματος σε ολόκληρη την ευρωζώνη, σε όλες τις χώρες, αλλά παράλληλα και στους δύο κλάδους στους οποίους εξελίσσεται, ο ένας είναι του δημοσίου χρέους, για το οποίο μιλάμε συνέχεια, κι ο άλλος - που είναι ακόμα πιο σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα της κρίσης -, ο κλάδος ο τραπεζικός, για τον οποίο κανένας δεν λέει τίποτα.

37’50’’ συζήτηση Κ. Μπαξεβάνη με Μιράντα Ξαφά για τις αμφιλεγόμενες παρεμβάσεις της τρόικας στην οικονομία

40’45’’ Κ. Μπαξεβάνης: Στις 12 Ιουνίου [2011] δύο έγκριτες εφημερίδες, ο Guardian και οι Financial Times είχαν δύο πολύ σοβαρά δημοσιεύματα που αφορούσαν την κρίση στην Ελλάδα. Σύμφωνα με αυτά, οι κινήσεις που γίνονται στην Ευρώπη για το ελληνικό πρόβλημα έχουν περισσότερο να κάνουν με την προσπάθεια διασφάλισης των ευρωπαϊκών τραπεζών απέναντι σε κινδύνους, παρά με τα συμφέροντα της Ελλάδας και της οικονομίας της.

41’08’’ Γιώργος Κατρούγκαλος (αν. καθηγητής συνταγματικού δικαίου Δημοκρίτειου Παν. Θράκης) : Αυτή τη στιγμή τι κάνουν οι ιδιωτικές τράπεζες; Ξεφορτώνονται τα χαρτιά που έχουν των ελληνικών ομολόγων και τα απορροφάει η ΕΚΤ, άρα οποιαδήποτε τώρα επαναδιαπραγμάτευση, ουσιαστικά θα μας φέρει αντίθετους με τους Γερμανούς φορολογούμενους, γιατί θα φανεί ότι τα χρήματα που θα αρνηθούμε εμείς να πληρώσουμε θα είναι χρήματα που θα αναγκαστούν να τα δώσουν οι ίδιοι, ενώ αν προχωρούσαμε στην κίνηση αυτή πέρσι [2010] τον Μάιο, αυτά τα χρήματα που θα έχαναν τα κράτη μέσω της ΕΚΤ θα ήταν χρήματα που θα έχαναν οι τράπεζες, και καλώς θα τα έχαναν διότι ουσιαστικά τα χρήματα αυτά θα ήταν προϊόν τζόγου. Επομένως, πάντοτε στα κράτη είναι ανοιχτή η επιλογή της μονομερούς αναδιάρθρωσης του χρέους μέχρι και της οριστικής διαγραφής ως κομματιού από αυτή.

41’50’’ Γιάννης Βαρουφάκης : Αν πίστευα ότι υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα να μπορούμε στα επόμενα χρόνια να πληρώνουμε τους μισθούς και τις συντάξεις με την πολιτική που ασκούμε σήμερα, χωρίς να γίνει στάση πληρωμών, χωρίς να υπάρξει ένα μεγάλο συστημικό εντός κι εκτός Ελλάδας, θα έλεγα «προχωρήστε». Θεωρώ, όμως, ότι η στάση πληρωμών θα γίνει (να το πούμε «αναδιάρθρωση χρέους»; Ξέρετε, κάποιον άλλον ευφημισμό θα βρούνε) [...] Η ουσία είναι η εξής, ότι οι δανειστές θα πάρουν κάποια στιγμή το μήνυμα ότι ένα μεγάλο ποσοστό των χρημάτων που έχουν λαμβάνειν δεν θα το πάρουν. Κοιτάξτε, όταν είναι να κάνεις μια στάση πληρωμών, όταν είναι να δηλώσεις πτώχευση του δημοσίου, δηλαδή ανικανότητα αποπληρωμής, αν είναι να γίνει, μια πολύ βασική αρχή της λογικής είναι ότι όσο πιο γρήγορα γίνει, τόσο καλύτερα. Διότι - να σας το πω διαφορετικά;- οι αγορές, οι επενδυτές ξέρανε όλον αυτόν τον καιρό ότι απλώς αγοράσαμε χρόνο’ είναι σα να μας έδωσε κάποιος μια ακριβή πιστωτική κάρτα, να τραβάμε ρευστό για να μην πτωχεύσουμε τύποις. Την ώρα που εσύ τραβάς απ’ αυτή την πιστωτική κάρτα δεν σε εμπιστεύεται κανένας, γιατί ξέρει ότι κάποια στιγμή θα σου τελειώσει η πιστωτική κάρτα και θα βαρέσεις κανόνι.

43’10’’ Νίκος Κοτζιάς (καθηγητής στο Παν. Πειραιά - συγγραφέας) : Η Ελλάδα έχει μεγάλα προβλήματα δομής της οικονομίας της διότι της λείπει μια εκτεταμένη παραγωγική βάση. Με αυτά τα μνημόνια και τα μέτρα, δεν πρόκειται να την αποκτήσει. Και να βγούμε από αυτήν την κρίση, πάλι στο ίδιο πρόβλημα θα βρεθούμε. Άρα είναι μέτρα που εξυπηρετούν, πριν απ’ όλα, τους δανειστές μας, τους πιστωτές μας’ δεν εξυπηρετούν ούτε την ελληνική κοινωνία ούτε το μέλλον της. [...]

44’ Γιάννης Δραγασάκης : Με κάποια δόση υπερβολής θα σας πω τούτο: εάν τον Νοέμβριο του 2009, τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2010, ελάμβαναν στην Ευρώπη, έστω τα μέτρα που πήρανε μετά [...], δεν θα χρειαζόταν να φτάσουμε στην τρόικα και σ’ όλα αυτά που έγιναν. Κι ακριβώς το ερώτημα που αιωρείται και θα αιωρείται για πολύ, είναι το εξής: «αυτό ήταν αποτέλεσμα λάθους ή ήτανε σκόπιμο αποτέλεσμα;»

44’35’’ Μιράντα Ξαφά (πρώην στέλεχος ΔΝΤ - σύμβουλος της I. J. Partners) : Είναι ουτοπικές προτάσεις, διότι το χρέος από μόνο του δεν είναι η αιτία’ η αιτία είναι το μέγεθος του κράτους και οι παρεμβάσεις του. Το να μειώσουμε το χρέος, θα μπορούσε οριακά να βοηθήσει, αλλά όχι σ’ αυτή τη φάση, στην οποία έχουμε ακόμα πρωτογενές έλλειμμα. Δηλαδή, πληρώνουμε το σύνολο των τόκων με δανεικά ενώ περιμένουμε κι άλλα για να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις. Να καθίσουμε τώρα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές, να συζητήσουμε τι; Ακόμα και να μας χαρίσουν το 90% του χρέους μας, ούτε το υπόλοιπο 10%. είμαστε σε θέση να εξυπηρετήσουμε. Λοιπόν, για να καθίσουμε στο τραπέζι μαζί τους πρέπει πρώτα να δημιουργήσουμε πρωτογενές πλεόνασμα, πρέπει και οι ευρωπαϊκές τράπεζες να θωρακιστούν για να μπορούν να αντέξουν τις ζημιές, πρέπει και η υπόλοιπη περιφέρεια (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία κ.λ.π.) να προχωρήσουν στην εφαρμογή των δικών τους μνημονίων, ώστε να μην μπορεί η κρίση να μεταδίδεται απ’ την Ελλάδα στις υπόλοιπες χώρες. Όταν συμβούν όλα αυτά, τότε μπορούμε να συζητήσουμε για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, αλλά μέχρι τότε δεν έχει νόημα αυτή η συζήτηση.

46’05’’ Κ. Μπαξεβάνης : Υπάρχει λύση; Ο κύκλος του δανεισμού μοιάζει φαύλος. Τα δάνεια που πληρώνουν παλιά χρέη και τόκους, όπως τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά στις τράπεζες. Όπως και στο ερώτημα τι φταίει, οι απαντήσεις είναι δύο: όχι στο μνημόνιο ή πιστή εφαρμογή του;

46’22’’ Γιώργος Κατρούγκαλος (αν. καθηγητής συνταγματικού δικαίου Δημοκρίτειου Παν. Θράκης) : Το χρήμα το οποίο δημιουργείται τεχνικά σε επίπεδο χρηματιστηρίου, είναι 10-15 φορές περισσότερο απ’ όλο το πραγματικό χρήμα που ανταποκρίνεται στις παραγωγικές δραστηριότητες. Αυτό το πλασματικό, εικονικό χρήμα προσπαθεί κάθε φορά να βρει μια διέξοδο, κι όταν δημιουργεί μια φούσκα, μετά αυτή σπάει κι έχουμε κρίσεις. Πάντοτε ο καπιταλισμός είχε κρίσεις. Το χαρακτηριστικό αυτών των καινούριων κρίσεων είναι ότι οι παραδοσιακές κυκλικές κρίσεις του καπιταλισμού συνδυάζονται με αυτά τα φαινόμενα «καπιταλισμού καζίνο».

46’54’’ Γιάννης Μήλιος (καθηγητής πολιτικής οικονομίας ΕΜΠ) : Θα ήταν παρανοϊκό ακόμα κι από την σκοπιά των δανειστών: να οδηγήσουν τα πράγματα στην πτώχευση, δηλαδή να χάσουν τα 300 δις που χρωστά η Ελλάδα, (γιατί; ) για να μην δώσουν... 12 δις που ήταν η 5η δόση. Από την αρχή, λοιπόν, φαινόταν ότι ήταν εκβιασμός και μάλιστα, για να είμαστε σοβαροί, ο εκβιασμός ξεκίνησε από πολιτικούς της Ελλάδας, δεν ξεκίνησε από το εξωτερικό.
«Κερδοφορία και πάλι κερδοφορία», με υποβάθμιση οποιονδήποτε κριτηρίων έχουν να κάνουν με μακροχρόνιους στόχους ευημερίας του συνόλου της κοινωνίας, ρυθμών μεγέθυνσης κλπ. Μ’ αυτή την έννοια οι τραπεζίτες είναι το ίδιο υπεύθυνοι γι’ αυτή την κρίση, όπως είναι όμως κι άλλες μερίδες του επιχειρηματικού κόσμου, οι κατασκευαστικές, τα συγκροτήματα που ελέγχουν τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια και τον Τύπο, οι προμηθευτές του δημοσίου, οι κατασκευαστές ηλεκτρονικού υλικού ή software, οι εξαγωγείς πετρελαιοειδών, οι εξαγωγείς αλουμινίου και χάλυβα, και όλοι αυτοί οι μεγάλοι όμιλοι που ρυθμίζουν την οικονομία της χώρας, όχι ως πρόσωπα, όχι ως μεμονωμένες επιχειρήσεις, αλλά ως ένα σύστημα που θεωρεί ότι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών είναι απλά το μέσο κι ο σκοπός είναι η κερδοφορία.

48’30’’ Μιράντα Ξαφά : οι αλλαγές που έπρεπε να γίνουν για να μπορέσει το δημόσιο να ελέγξει τις δαπάνες του και να εισπράξει τα έσοδά του, δεν εφαρμόστηκαν. Η ενιαία αρχή πληρωμών, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, το διπλογραφικό σύστημα στα νοσοκομεία, τίποτα απ’ αυτά δεν έχει γίνει. Επιπλέον, και το κυριότερο, δεν σχεδιάστηκαν εκείνες οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα επέτρεπαν στο δημόσιο να μειώσει τις δαπάνες του. Από κει ξεκινά η κρίση. Με τις μετατάξεις δεν πρόκειται να μειωθεί το δημόσιο’ πρέπει να φτάσουμε σε απολύσεις. Έπρεπε ήδη να έχουν γίνει αυτά.

49’12’’ Γιάννης Δραγασάκης : Η Ιταλία έχει χρέος 2 τρις και η Ισπανία κοντά στα 700 δις, άρα τότε οι λύσεις θα είναι δύο: ή διάλυση της ευρωζώνης και της Ε.Ε ενδεχομένως, ή μια κοινή ευρωπαϊκή λύση. Ποια θα είναι αυτή η λύση; Πολλές οι εκδοχές: η βασική είναι ότι η ΕΚΤ μπορεί να απορροφήσει ένα μεγάλο μέρους του χρέους όλων των κρατών, όχι μόνο του δικού μας, να εξασφαλισθεί φθηνός, χαμηλότοκος δανεισμός από την ΕΚΤ προς τα κράτη, έτσι ώστε η έκδοση ομολόγων και η προσφυγή στις αγορές να είναι δικαίωμα (αν θέλεις να δανειστείς περισσότερα, ας πας στις αγορές’ αν όμως δεν θέλεις, να μην είσαι τόσο εξαρτημένος από αυτές). Βεβαίως, το μειονέκτημα αυτής της λύσης είναι ότι δεν μπορούμε να την επιβάλλουμε μόνοι μας.

50’ Τάκης Μίχος (δημοσιογράφος) : Στην Τσεχία - η οποία έχει χαμηλότερο χρέος και καλύτερους δείκτες ανάπτυξης από την Ελλάδα - ο μέσος μισθός είναι 302 € το μήνα. Ξέρετε πόσος είναι στην Ελλάδα; 824 € το μήνα. Με ποια λογική; Σε αντίθεση με την Τσεχία, η Ελλάδα δανειζόταν ασύστολα για να έχει ένα βιοτικό επίπεδο που δεν αντανακλά ούτε την παραγωγικότητα ούτε την ανταγωνιστικότητά της.

51’27’’ Πάνος Παναγιώτου (χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής – διευθυντής xrimanews.gr) : [...] Έτσι όπως έχει γίνει η κατάσταση δεν βγάζει πουθενά. Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Εφόσον είναι τόσο έξυπνοι και ικανοί να δημιουργήσουν έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης που δίνει δάνεια, ας είναι και ικανοί να δημιουργήσουν άλλους τρεις ευρωπαϊκούς μηχανισμούς’ έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό ανάπτυξης ο οποίος στις προβληματικές χώρες, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, να υποχρεώνει να γίνει έρευνα και να υποχρεώνει τις άλλες χώρες να δημιουργήσουν εκεί ανάπτυξη’ ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός αλληλεγγύης, αλληλεγγύη στη μεταφορά τεχνογνωσίας.

52’33’’ Ζήσης Παπαδημητρίου (ομότιμος καθηγητής - τμήμα Νομικής Α.Π.Θ) : Κάποτε στην Ευρώπη υπήρχε ένας Ντε Γκολ, υπήρχε ένας Βίλι Μπράντ’ ηγέτες με πυγμή. Αυτή την στιγμή έχω την αίσθηση ότι σ’ όλες τις χώρες κυβερνούνε πραγματικά υποχείρια του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κι αυτό είναι το τραγικό.
Επειδή η Ευρώπη, κατά την άποψή μου, θα διαδραματίσει - και πρέπει να διαδραματίσει, λόγω του παρελθόντος της - ένα σημαντικό ρόλο στην όποια αλλαγή σε παγκόσμια κλίμακα, εμείς, οι ευρωπαίοι πολίτες, θα πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε ως Γερμανοί, Έλληνες, Πορτογάλοι, Γάλοι κλπ., αλλά να σκεφτόμαστε ως Ευρωπαίοι χωρίς να αποποιηθούμε την πολιτιστική μας ταυτότητα, και να ζητήσουμε πραγματικά από αυτούς που ασκούν την εξουσία να αντισταθούνε σ’ αυτή τη λαίλαπα την χρηματοπιστωτική με επικεφαλής το κερδοσκοπικό κεφάλαιο (τύποι σαν τον Σόρος και πολλούς άλλους), και να προσπαθήσουμε να οδηγήσουμε την Ευρώπη σε μια πολιτική ολοκλήρωση με μια ενιαία οικονομία, στο όνομα της ευημερίας των ευρωπαϊκών λαών.


53’33’’ Πέτρος Μάρκαρης (συγγραφέας) : Δεν ψάχνουμε ποτέ για τις δικές μας ευθύνες, εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας, ψάχνουμε κάποιον Αμερικάνο, Άγγλο, Γερμανό, που μας μισεί, που θέλει να μας βουλιάξει - μπορείτε να μου πείτε γιατί θέλουν να βουλιάξουν την Ελλάδα; [...] Πάντοτε ψάχνουμε να βρούμε κάποιον τρίτο στον οποίο να τα φορτώσουμε. Το ξέρετε το έμβλημα της Ελλάδας «Ελληνική Δημοκρατία»; Θα έπρεπε να είχαμε βάλει κι έναν υπότιτλο από κάτω: «Ελληνική Δημοκρατία. Η κόλαση είναι οι άλλοι».
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
antanion
Πρύτανης


Εγγραφή: 13 Φεβ 2008
Δημοσιεύσεις: 503

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Παρ Ιούν 14, 2013 5:29 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Ομιλία για τα ΜΜΕ – Αλεξάνδρα Κορωναίου

Η ομιλία έγινε τον Απρ. του 2011.

Απομαγνητοφώνηση

[...] Στις δεκαετίες του 60’ και του 70’ τα μέσα (κυρίως η τηλεόραση) θεωρήθηκαν από κάποιους ένα παράθυρο ανοιχτό στον κόσμο, ενώ για τους εκπροσώπους της σχολής της Φρανκφούρτης η μαζική κουλτούρα ήταν ευθύς εξαρχής αντικείμενο οξύτατης και οξυδερκούς κριτικής‘ για άλλους θεωρήθηκε η τηλεόραση μέσο εκδημοκρατισμού και για άλλους κατασκευή της πραγματικότητας και απειλή για την δημοκρατία’ αυτή η βαθιά διαμάχη στο εσωτερικό των ειδικών των μέσων, ας το πούμε έτσι, μαζικής ενημέρωσης κρατάει πάρα πολλά χρόνια κι δεν έχει τελειώσει μέχρι σήμερα.

Ας δούμε ποια είναι η σημερινή κατάσταση (ώστε να την συνδέσουμε και με τα παραπάνω):

Νομίζω ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει κυρίως το χαρακτηριστικό μιας ακραίας επίθεσης στην ίδια την κοινωνία (κυρίως στις εργασιακές σχέσεις). Αυτό που η οικονομία χτυπάει αυτή τη στιγμή είναι η ίδια η εργασία, όχι απλώς ως εργασιακή σχέση, αλλά ως κάτι πολύ βαθύτερο, ως κοινωνικός δεσμός, (ό,τι σημαίνει, δηλαδή, να ζούμε και να εργαζόμαστε μαζί). Και το κρίσιμο ερώτημα αυτή τη στιγμή είναι πώς οι διάφοροι κύκλοι της εξουσίας, της πολιτικής, της οικονομικής, αλλά και της πνευματικής εξουσίας, κατασκευάζουν πια όχι μόνο νοήματα και αξίες, αλλά νομίζω - αυτό είναι το καινούριο - κατασκευάζουν και τη συναίνεση των πολιτών στις δικές μας κοινωνίες. Σύμφωνα με τον Τσόμσκι, υπάρχει ένας μηχανισμός - ίσως αυτό να ερμηνεύει λίγο όλα αυτά που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή - το λεγόμενο μοντέλο προπαγάνδας στο οποίο εντάσσονται και τα media.

Τα media που άλλοι τα θεωρούν φαντασιακές βιομηχανίες, είναι κοινωνικοί θεσμοί, αλλά είναι και πρωτίστως εμπορικές επιχειρήσεις (ως τέτοιες υπόκεινται στους νόμους της αγοράς, δηλαδή στη διαφήμιση, την αποδοτικότητα, τον ανταγωνισμό) και, βέβαια, είναι ιδιοκτησία ομίλων που έχουν πολλά και ποικίλα συμφέροντα. (Στην Ελλάδα είναι γνωστό ότι συνδέονται με τις κατασκευαστικές εταιρίες, με το εφοπλιστικό κεφάλαιο και με άλλα πράγματα.. ) Ως τέτοιες, λοιπόν, τα συμφέροντά τους από δω και πέρα δεν συνάδουν - εκ των πραγμάτων (κι αυτό νομίζω είναι θεμελιώδες) - με την αποστολή της ενημέρωσης και της πληροφόρησης και - εκ των πραγμάτων - αυτά τα μέσα κάνουν ό, τι μπορούν για να προσανατολίσουν τον περιεχόμενο της πληροφορίας. Το ενδιαφέρον, νομίζω, θεωρητικά αλλά και πρακτικά, είναι ότι αυτό δεν γίνεται με την βία [...], αλλά μέσω μιας ενσυνείδητης ή ασυνείδητης λογοκρισίας που ασκούν οι ίδιοι άνθρωποι του επαγγέλματος στον εαυτό τους.

Οι δημοσιογράφοι γνωρίζοντας πιο είναι το ζητούμενο (και σήμερα γνωρίζουν, εκτός απ’ αυτό, ότι υπάρχει εκεί έξω και μια στρατιά ανέργων, ανθρώπων που ζουν σε μια μεγάλη επαγγελματική αβεβαιότητα), και γνωρίζοντας αυτό, σε ένα μεγάλο βαθμό θεωρώ ότι αυτολογοκρίνονται. Αυτολογοκρίνονται στον τρόπο που θέτουν ερωτήματα ή στην παρουσίαση μιας είδησης, ή ακολουθούν τον πολιτικό κομφορμισμό, συμμορφώνονται δηλαδή και, συχνά, είτε λογοκρίνουν τους άλλους (αυτούς που καλούν σε κάποιες εκπομπές: ειδικούς, διανοούμενους ή κοινωνικούς επιστήμονες) ή αυτολογοκρίνονται οι ίδιοι. Έτσι, θεωρώ ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν να συμμορφώνονται, δίχως απευθείας παρεμβάσεις - κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το πιο επικίνδυνο.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας συμβολικής επιβολής είναι η επανάληψη των ίδιων ερωτήσεων («πείτε μου πού θα βρούμε τα λεφτά» π.χ.), το ιδιαίτερο γλωσσάρι για την κρίση. Υπάρχει ένα ιδιαίτερο «γλωσσάρι» [...], ήδη βλέπει κανείς πώς αλλάζουν οι λέξεις, πώς αλλάζουν οι έννοιες από τη στιγμή που ξεκίνησε η κρίση’ προσπαθούν να κάνουν «περικοπές» και έλεγχο στις λέξεις που χρησιμοποιούν (όταν πρόκειται, π.χ., για μειώσεις, δεν λένε «μειώσεις μισθών», λένε «παρεμβάσεις»... και μια σειρά από τέτοια «γλυστρίματα» εννοιών.)

Υπάρχει, επίσης, πολύ έντονα η γελοιοποίηση, ο εμπαιγμός των διαφορετικών απόψεων, η κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων (μετανάστες, δημόσιοι υπάλληλοι κ.α...)’ η απαξίωση του λόγου των απλών ανθρώπων (το παράδειγμα της Κερατέας είναι χαρακτηριστικό)' ο πλήρης αποκλεισμός των νέων κινημάτων αλλά και των ειδικών που ασκούν κριτική και, κυρίως, μπορούν να αποκαλύπτουν τον συγκαλυπτικό λόγο των ίδιων των ΜΜΕ.

Σ’ αυτό το επίπεδο θα έλεγα ότι οι δημοσιογράφοι [...] αλλά και οι άνθρωποι του πνεύματος έχουμε μια πάρα πολύ μεγάλη ευθύνη: Δεν αποκαλύπτουμε πάντα αυτό που συγκαλύπτεται μέσω των μέσων και νομίζω ότι αυτό δεν το κάναμε και σε παλιότερες εποχές, τότε που θα έπρεπε να το είχαμε κάνει. Χρειάζεται λοιπόν μια κριτική, αλλά και μια αυτοκριτική σ’ αυτό το επίπεδο. 6.10 [...]
Η τηλεόραση και τα άλλα μέσα είχαν ξεκινήσει με μια κολοσσιαία εξουσία, το ξέρετε, είναι μια εξουσία ανεξέλεγκτη και κοινωνικά και πολιτικά, και όταν επί σειρά ετών η τηλεόραση στρεφόταν εναντίον του κοινού, κάνοντας χειραγώγηση, παραμορφωτική και πλαστή ενημέρωση, δίνοντας στους ανθρώπους αυτό που λέμε (εντός ή εκτός εισαγωγικών) σκουπίδια, χάσαμε νομίζω μια πολύ μεγάλη ευκαιρία όταν παραιτηθήκαμε από την κριτική απέναντι σ’ αυτά τα προϊόντα, όταν παραιτηθήκαμε από την αντίσταση απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση.

Σήμερα, λοιπόν, ερχόμαστε να πληρώσουμε, μ’ έναν τρόπο, αν θέλετε, αυτή την ολιγωρία. Σήμερα που τα media στρέφονται όχι πια εναντίον του κοινού (πράγμα που συμβαίνει εδώ και πάρα πολύ καιρό, ίσως κι απ’ την εποχή που άρχισαν να υπάρχουν), αλλά εναντίον των ίδιων των δημιουργών τους, δηλαδή των δημοσιογράφων [αφορμή εδώ η τότε απόλυση του Άρη Χατζηστεφάνου]. Έτσι, μπαίνουμε νομίζω σήμερα σε έναν πολύ, μα πάρα πολύ επικίνδυνο δρόμο: αν αφήσουμε να περάσει αυτή η επίθεση, τότε θεωρώ ότι θα έχουμε ανοίξει τον δρόμο σε πολύ χειρότερες δικτατορίες, που στην εποχή μας όλοι γνωρίζουμε πως δεν είναι οι δικτατορίες μιας παλιότερης εποχής που ζήσαμε εμείς οι μεγαλύτεροι, αλλά είναι εξίσου δικτατορίες στο βαθμό που ελέγχουν την σκέψη, επηρεάζουν και κατευθύνουν.
Έχει λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, μια πάρα πολύ μεγάλη σημασία αν εσείς οι δημοσιογράφοι, αν εμείς ως (εντός ή εκτός εισαγωγικών) πνευματικοί άνθρωποι, μπορούμε να κάνουμε ευρύτερες συμμαχίες. Αυτό κατά την άποψη είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αν ο κοινός στόχος είναι να φέρνουμε στην επιφάνεια αυτό που οι εκάστοτε κυρίαρχοι παραμορφώνουν ή αποκρύπτουν, τότε ενδεχομένως υπάρχει ένα πεδίο πάνω στο οποίο αξίζει να συζητήσει κανείς και αξίζει να δει με ποιους τρόπους θα μπορέσει να απαντήσει.


[8.30 - 11.20 : αναφορά στην απόλυση του Άρη Χατζηστεφάνου, στο ντοκιμαντέρ Deptocracy και στη συμβολή του κοινού στη δημιουργία του]


Δυο λόγια για τω πώς τα ΜΜΕ και κυρίως η τηλεόραση παρουσίασαν την κρίση στην Ελλάδα όταν ξεκίνησε, πριν ακόμα έρθει το ΔΝΤ. [...] Θα αναφερθώ σε δυο-τρία πράγματα που θεωρώ ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει πολύ.
Το ένα είναι ότι υπήρχε μία προετοιμασία - και νομίζω ότι εκεί φαίνεται πόσο πολύ ξέρουν να χειρίζονται οι άνθρωποι τις καταστάσεις - νομίζω ότι πριν ακόμα έρθει το ΔΝΤ αυτό που παρατηρούσαμε σ’ αυτή την έρευνα με τους φοιτητές ήτανε μία τρομολαγνεία που είχε ξεκινήσει στα δελτία ειδήσεων’ οι λεκτικές εκφράσεις που κυριαρχούσαν ήτανε «ζούμε ένα εφιαλτικό σενάριο»,«ζούμε μία απελπιστική κατάσταση» και, κυρίως, απ’ την πρώτη στιγμή λεγόταν ότι «δεν υπάρχει άλλος δρόμος», «υπάρχουν σκληρά μέτρα, αλλά υπάρχουν και πολύ χειρότερα», «είμαστε στο χείλος του γκρεμού»... λέω χαρακτηριστικές εκφράσεις που καταγράψαμε στην έρευνα.

Παρατηρήσαμε, επίσης, τα εξωλεκτικά μηνύματα: ξαφνικά τα πρόσωπα των παρουσιαστών (βλ. Τρέμη, Χατζηνικολάου..) στα κεντρικά δελτία ειδήσεων έγιναν σοβαρά, ήταν εξαιρετικά σφιγμένα, οι άνθρωποι φαινόντουσαν πάρα πολύ στενοχωρημένοι, προσπαθούσαν έτσι να εκφράσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης, δεν έκαναν πια τα μεταξύ τους αστειάκια κι άρχισαν να συμπεριφέρονται οι ίδιοι ως την άλλη ημέρα να ήταν αυτοί που θα έχαναν την δουλειά τους και θα έμεναν στο δρόμο. Αυτό, σε ένα μεγάλο βαθμό, νομίζω το συνεχίζουν μέχρι σήμερα, κυρίως χρησιμοποιώντας, αν έχετε προσέξει, τον πληθυντικό: «χτυπιόμαστε», «υποφέρουμε», «θα υποστούμε κι άλλες μειώσεις των μισθών μας», αποκρύπτοντας μ’ έναν τρόπο ότι... δε νομίζω κανείς να μπορεί να το πιστέψει ότι η κυρία Τρέμη ή ο κύριος Χατζηνικολάου, ακόμα κι αν χάσουν τη δουλειά τους, θα έχουν πρόβλημα επιβίωσης, έτσι; Έχει όμως τη σημασία του αυτό όταν απευθύνονται στο ευρύ κοινό.

Ένα τρίτο σημείο ήταν ότι παρουσίασαν την οικονομική κρίση σαν μια τεράστια φυσική καταστροφή, σαν ένα σεισμό, σαν ένα ηφαίστειο, σαν το τσουνάμι που έπληξε την Ιαπωνία, χωρίς δηλαδή να αναλύονται οι βαθύτεροι λόγοι, ούτε να ακούγονται σοβαροί τρόποι διεξόδου από την κρίση.

Ένα άλλο σημείο, που εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να παίζει, ήτανε η ευρύτερη ενοχοποίηση του κοινού. Νομίζω ότι αυτό ήτανε πάρα πολύ σημαντικό και είναι πάρα πολύ σημαντικό. Σιγά-σιγά έφτιαξαν αυτό που σήμερα πλέον έχει περάσει, κατά τη δική μου άποψη, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, και πάνω στο οποίο παίζεται η συναίνεση, αν θέλετε, μιας αρκετά μεγάλης μερίδας (ας μην το παραβλέπουμε) του κόσμου, είναι αυτό το λεγόμενο «όλοι μαζί τα φάγαμε».
Πριν ειπωθεί το «όλοι μαζί τα φάγαμε» είχε αρχίσει να δουλεύεται στην τηλεόραση πάρα πολύ καλά το ότι «είμαστε υπεύθυνοι γιατί όλοι φοροδιαφεύγουμε, γιατί όλοι λαδώσαμε κάποια στιγμή στην πολεοδομία, στο νοσοκομείο κλπ», άρα η εικόνα που φτιαχνόταν ήταν η εικόνα μιας διεφθαρμένης κοινωνίας στο σύνολό της’ μέσα σ’ αυτό «πνίγηκαν» τα μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα της χώρας. Αποκρύφτηκε λοιπόν ότι πολλές φορές τα ίδια τα μέσα ήταν κατεξοχήν φορείς και άνθρωποι / ιδιοκτήτες των μέσων είχαν να παίξουν ρόλο σ’ αυτά τα μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα.

Επόμενο σημείο: έκαναν μια πολύ σημαντική εξίσωση μέσα απ’ αυτή τη συλλογική ενοχοποίηση. Εξίσωσαν τον απλό μικρό φοροφυγά με τον μεγάλο φοροφυγά (π.χ., τον γιατρό του Κολωνακίου), αυτό νομίζω ήταν πάρα πολύ έξυπνο και έντεχνο, διότι αυτή η συλλογική ενοχοποίηση, αν θέλετε, καθηλώνει τους ανθρώπους - και το ξέρουν, φαντάζομαι ότι το ξέρουν, έχουν μελετήσει κάποιες θεωρίες και της ψυχολογίας και της επικοινωνίας.
Καθήλωσε, δηλαδή, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, αυτή η στάση των media τον θυμό και την οργή των ανθρώπων, διότι η ενοχοποίηση η οποία δουλεύει ακόμη και σήμερα δημιουργεί συναισθήματα αυτό-απόρριψης ή αυτό-μομφής, καθηλώνει τους ανθρώπους και με αθόρυβο τρόπο οδηγεί στην αποδοχή των μέτρων.

Επίσης, τα μέσα έπαιξαν πάρα πολύ την ανασφάλεια. Η ανασφάλεια είναι πραγματική, όμως όταν την υπερτονίζουν σαν την μόνη δυνατή συμπεριφορά, την καθιερώνουν. Οι συλλογικές αντιδράσεις, λοιπόν, των ανθρώπων (διαδηλώσεις, απεργίες κλπ) προβάλλονται, συνήθως, τελευταίες και εν συντομία, άρα επιλέγεται το σημαντικό και το ασήμαντο.
Επίσης, ακόμα κι όταν προβάλλονται άνθρωποι οι οποίοι πλήττονται από την κρίση (π.χ., ένας συνταξιούχος, μια άνεργη μητέρα...) το γεγονός εμφανίζεται σα να ήταν μεμονωμένο κι ατομικό, σα να μην υπάρχει συλλογικό πρόβλημα, χωρίς αναφορά ούτε σε κοινωνικές ομάδες, ούτε σε κοινωνικές τάξεις, ούτε σε συλλογικότητες - κι όταν εμφανίζονται οι «συλλογικότητες», (π.χ. «ο αυξανόμενος μεγάλος αριθμός των ανέργων») είναι μόνο αριθμός, δεν υπάρχουν πρόσωπα, δεν μιλάμε για πρόσωπα.

Αυτό στο οποίο δούλεψαν και δουλεύουν μέχρι σήμερα ήταν «είμαστε όλοι υπαίτιοι για τη σημερινή κατάσταση και η αντιμετώπιση 1) είναι υπόθεση στην ουσία των πολιτικών και των οικονομολόγων, κυρίως όμως των πολιτικών που χειρίζονται τα πράγματα και καλούνται να πάρουν αποφάσεις και 2) είναι ατομική υπόθεση του καθενός, δηλαδή το πώς ο καθένας θα τα βγάλει πέρα μόνος του μέσα σ’ αυτή την κρίση». Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, υποβαθμίζονται διαρκώς ως άκαιρες, υπερβολικές ή και καταστροφικές για τη χώρα οι οποιεσδήποτε συλλογικές διεκδικήσεις και οι συλλογικότητες.

Τέλος, θεωρώ ότι ο ρόλος τους σ’ αυτή την κρίση είναι να διαρρηγνύουν με συστηματικό, πολύ μεθοδικό τρόπο την οποιαδήποτε κοινωνική συνοχή: Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι οι πρώτοι, όπως ξέρετε, κι αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο στόχαστρο. Η λογική, όμως, αυτή θα επεκταθεί, δεν πρόκειται να μείνει μόνο στους δημοσίους υπαλλήλους. Είναι η λογική του διαίρει και βασίλευε που εδραιώνει την κυριαρχία όχι των πολιτικών προσώπων, αλλά των ίδιων αυτών που κατέχουν τα μέσα, γιατί θεωρώ ότι αυτοί είναι η υπέρτατη εξουσία σήμερα
’ μια εξουσία την οποία πολλές φορές, αν θέλετε, «γλείφουν» και οι πολιτικοί αλλά και οι διανοούμενοι, διότι (αυτό πάλι θα ήταν μια άλλη συζήτηση) κι εμείς όταν θέλουμε να περάσουμε κάποιες απόψεις, έχουμε ανάγκη τα μέσα, και υπάρχει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα ως προς το πώς τις περνάμε, σε ποια μέσα, πώς λογοκρινόμαστε ή αυτό-λογοκρινόμαστε, άρα θα έλεγα ότι έχουμε πολλά κοινά σημεία οι κοινωνικοί επιστήμονες και οι δημοσιογράφοι για να μπορέσουμε να συζητήσουμε στο μέλλον, ενδεχομένως, το πώς αντιμετωπίζουμε αυτή την κατάσταση.



Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
antanion
Πρύτανης


Εγγραφή: 13 Φεβ 2008
Δημοσιεύσεις: 503

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Κυρ Αύγ 18, 2013 3:24 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Η πολιτική του προσώπου και το πρόσωπο της πολιτικής. Όψεις της τηλε-πολιτικής
του Νίκου Δεμερτζή

κλικ εδώ για κατέβασμα



Εισαγωγικές παρατηρήσεις: το πλαίσιο της προβληματικής

Με δεδομένη την εδώ και πολλά χρόνια διείσδυση της τηλεόρασης, την εξάρτηση [1] πολύ μεγάλου μέρους του κοινού από αυτήν για την ενημέρωση και την διασκέδασή του, όπως και με δεδομένο τον υψηλό βαθμό αξιοπιστίας από τον οποίο εξακολουθεί να περιβάλλεται σε αρκετές χώρες, θα ήταν πλέον άτοπο να επιμένει κανείς στην άποψη περί των "ελαχίστων" (minimal) επιδράσεων της τηλεόρασης, και της μαζικής επικοινωνίας γενικότερα, στη δημόσια σφαίρα και την πολιτική συμπεριφορά [2].

Το ότι υφίστανται επιδράσεις της τηλεόρασης στην κοινή γνώμη και στο πολιτικό σύστημα είναι αναμφισβήτητο και αυτό έχει πλέον αποδειχθεί από μεγάλο πλήθος ερευνών. Οι επιδράσεις αυτές όμως λαμβάνουν χώρα σε ένα περίπλοκο κοινωνικό περιβάλλον με το οποίο η τηλεόραση και τα άλλα μαζικά μέσα επικοινωνίας τελούν σε σχέση πολυσθένειας. Και οι περίπλοκες, βεβαίως, καταστάσεις αξιώνουν περίπλοκες προσεγγίσεις. Θα λέγαμε προκαταρκτικά αλλά και προγραμματικά, ότι οι μεταλλαγές της πολιτικής δημοσιότητας δεν εξαντλούνται σε ό,τι έχει ονομασθεί "αποικιοποίηση του βιωμένου κόσμου", αλλά αναδεικνύουν μια πολυμερή συνθήκη, όπου ο εμπορευματικός χαρακτήρας των μέσων διαπλέκεται με νέες επικοινωνιακές δεξιότητες του κοινού, βάσει των οποίων αυτό ορίζει την κατάστασή του [3]. Η διαπλοκή αυτή είναι φυσικά πλήρης αντιθέσεων, η έκβαση των οποίων δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που, υπό τις σύγχρονες συνθήκες επικοινωνίας, έχουν προσφάτως προταθεί [4] εναλλακτικά μοντέλα οργάνωσης της δημόσιας σφαίρας στην λογική ενός "ρυθμισμένου πλουραλισμού", ακριβώς για να αποτραπεί η οριστική της υπαγωγή στους μηχανισμούς της βιομηχανίας του θεάματος.

Έως σήμερα, πάντως, γνωρίζουμε ότι η μαζική ηλεκτρονική επικοινωνία και ιδιαίτερα η τηλεόραση έχει επιδράσει και στην πολιτική συμπεριφορά του κοινού, αλλά και στη λειτουργία των δυτικών πολιτικών και κομματικών συστημάτων [5]. Οι επιδράσεις αυτές συντελούνται τόσο από την ίδια την τεχνολογία του Μέσου, όσο και λόγω των ειδικών σημειωτικών κωδίκων που χρησιμοποιεί, υπό τις συνθήκες και τους όρους της εμπορευματικής κοινωνίας και οικονομίας. Θεωρούμε λοιπόν, ότι για να μελετηθούν επαρκώς, ή έστω να τοποθετηθούν σε μια προοπτική δόκιμης ανάλυσης, εκτός από τις αναγκαίες προσεγγίσεις της πολιτικής κοινωνιολογίας, από τη σκοπιά της επικοινωνίας απαιτείται ένας συνδυασμός της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας των Μέσων [6] και της Θεωρίας του Μέσου ( medium theory ) [7].

Όταν γίνεται όμως σήμερα λόγος για «επιδράσεις» των Μέσων στο κοινό, οφείλει κανείς να απαλλαγεί από δύο τουλάχιστον μύθους: το μύθο της μαζικής κοινωνίας και του ανυπεράσπιστου υποκειμένου αφενός, και το μύθο του ενεργού κοινού που με ορθολογικό τρόπο χρησιμοποιεί τα Μέσα, αφετέρου. Επιπροσθέτως, για την αποτίμηση της επίδρασης της τηλεόρασης στην πολιτική, απαραίτητη είναι η υπενθύμιση δύο βασικών «θεωρημάτων», τα οποία έχουν καθιερωθεί προ πολλού στις σπουδές επικοινωνίας:
α) Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού αντιμετωπίζει και χρησιμοποιεί την τηλεόραση πρωτίστως ως ψυχαγωγικό μέσο.
β) Η τηλεοπτική εκροή αποτελείται από ένα ετερόκλητο σύνολο προγραμμάτων, η χαλαρή σύνδεση των οποίων απολήγει σε μια συνεχή εικονοροή.

Πολύ συνοπτικά, οι εν λόγω επιδράσεις επικεντρώνονται: α) στην οργάνωση και λειτουργία των κομματικών συνεδρίων, β) στην προϊούσα μετατόπιση της δημόσιας αντιπαράθεσης από τις προεκλογικές πλατείες στα ραδιοτηλεοπτικά στούντιο, γ) στη σημασία που προσλαμβάνει η δημοσιοποίηση των προεκλογικών δημοσκοπήσεων, δ) στη βαθμιαία υποκατάσταση των κομμάτων ως μηχανισμών πολιτικής αντιπροσώπευσης, ε) στην εξ ίσου βαθμιαία παράκαμψη της εσωτερικής οργάνωσης των κομμάτων προκειμένου για την δημοσιοποίηση απόψεων των στελεχών τους, στ) στον πολλαπλασιασμό των, ως επί το πλείστον αρνητικών, πολιτικών διαφημίσεων, ζ) στην εμπλοκή επαγγελματιών συμβούλων επικοινωνίας στο σχεδιασμό της πολιτικής στρατηγικής των κομμάτων, η) στη συρρίκνωση και υποβάθμιση της πολιτικής ρητορικής, θ) στη μονομερή έμφαση στα πρόσωπα σε βάρος των θεμάτων, ι) στη γνωριμία πολύ μεγαλύτερου, συγκριτικά με την εποχή της εφημερίδας και του ραδιοφώνου, αριθμού πολιτών με τον κόσμο της πολιτικής, κ) στον έλεγχο της συμπεριφοράς του πολιτικού προσωπικού.



Από το φάσμα αυτών των επιδράσεων της τηλεόρασης στο πολιτικό σύστημα και την πολιτική συμπεριφορά, στο κείμενο αυτό θα επικεντρωθώ σε μία: την προσωποποίηση της πολιτικής διαδικασίας.


Τηλεόραση και πολιτική(οί): θρίαμβος προσώπων και προσωπείων.

Η ολοένα και μεγαλύτερη παρέμβαση της τηλεόρασης ως μέσου και ως κοινωνικού θεσμού στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, στον έλεγχο της ασκούμενης πολιτικής και την αντιπροσώπευση συλλογικών συμφερόντων, συνεπάγεται μια προϊούσα και ιδιαίτερη «μεσοποίηση» του Πολιτικού. Τουτέστιν, το Πολιτικό θεσμίζεται, μεταξύ άλλων, μέσω, εντός και επί του μέσου: τηλεόραση.
Μια από τις συνέπειες και εκφάνσεις της μεσοποίησης είναι η προσωποποίηση της πολιτικής. Η σημασία της δεν έγκειται απλώς στο ότι δίδεται πλέον περισσότερη προσοχή στις "προσωπικότητες" της πολιτικής από ό,τι δίδεται στα πολιτικά θέματα(κάτι που ήδη επιφέρει σοβαρές συνέπειες στην ποιότητα του δημόσιου λόγου και διαλόγου, εφόσον ο μέσος πολίτης-τηλεθεατής δεν γνωρίζει αρκετά για να διακρίνει τα λάθη της κυβερνητικής πολιτικής και να κρίνει αναλόγως [8]). Έγκειται και στο ότι για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στις δυτικές κοινωνίες η ίδια η πολιτική ως έννοια, ως ουσία και ως κοινωνική διαδικασία κατανοείται και υφίσταται μόνο δια μέσου των πρωταγωνιστών της και της εικόνας τους.
Ο κόσμος των πολιτικών ιδεών, των πολιτικών διακυβευμάτων, των δημόσιων ηθικών διλημμάτων, των δομών και των λειτουργιών του τρόπου πολιτικής κυριαρχίας, καθώς και των ιστορικών μηχανισμών που τις υποστηρίζουν μετατρέπεται βαθμιαίως σε ένα ριπίδιο προσωπικοτήτων και διασημοτήτων που ενεργούν όλο και περισσότερο βάσει των κανόνων της βιομηχανίας του θεάματος και της "κουλτούρας της προβολής" [9]. Τούτο βεβαίως είναι μια από τις εκφάνσεις της “αμερικανοποίησης” της πολιτικής και της «ενημερω-διασκέδασης» (infotainment), διαδικασιών που παγκοσμιοποιούνται ολοένα και περισσότερο.

Ασφαλώς, η έμφαση των προσώπων στην πολιτική επικοινωνία δεν επινοήθηκε από την τηλεόραση. Υπήρχε πολύ πριν απ' αυτήν. Ανέκαθεν στην πολιτική οι ηγέτες έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο και αποτελούσαν το κέντρο της πολιτικής δημοσιότητας. Με την τηλεόραση όμως η πολιτική προσωποποιήθηκε κατά ένα μόνιμο και ίσως μη αντιστρέψιμο τρόπο. Δίδεται πλέον προδήλως μεγαλύτερη έμφαση στις λεπτομέρειες της παρουσίασης και στο στυλ του διαλόγου εις βάρος του περιεχομένου.

Θα πρέπει εξ αρχής να διευκρινισθεί ότι η προσωποποίηση της πολιτικής δεν οφείλεται μόνο στη γραμματική του μέσου: τηλεόραση, ούτε αποκλειστικά και μόνο στον εμπορευματικό τρόπο λειτουργίας της (δημοσιογραφικοί αστέρες-παρουσιαστές των ειδήσεων, δραματοποίηση κ.λπ.). Οφείλεται και στη δυναμική του πολιτικού και κομματικού ανταγωνισμού, στο βαθμό που συνιστά παρακαμπτήριο διαφυγή των πολυσυλλεκτικών και συγκλιτικών κομμάτων μπροστά στην έλλειψη θεμελιωδών διαφορών από τους αντιπάλους τους [10].
Όταν οι προγραμματικές διαφορές σε σημαντικά ζητήματα είναι πολύ μικρές, οι πολιτικοί (ηγέτες, υπουργοί, βουλευτές, αξιωματούχοι κ.λπ.) επινοούν στυλιστικές διαφορές και αντιθέσεις• κατασκευάζουν, άρα, πολιτικά διακυβεύματα προκειμένου να αντλήσουν νομιμοποίηση και συναίνεση. Αυτοπαρουσιάζονται ως «μοναδικές επιλογές, προσφέροντας κάτι διαφορετικό από τους αντιπάλους τους σε θέμα στυλ, προσωπικότητας, άσκησης πολιτικής, συναίσθησης ή ευφυίας» [11].
Ταυτόχρονα, όσο οι σύγχρονες κοινωνίες μετατρέπονται σε κοινωνίες των 2/3 η προσωποποίηση της πολιτικής αναγορεύεται σε βασικό εργαλείο του τρόπου κυριαρχίας, δεδομένου ότι στα πολιτικά πρόσωπα μεταβιβάζονται πλείστα όσα άγχη, φοβίες και φαντασιώσεις των θυμάτων από την ανισοκατανομή του οικονομικού και συμβολικού κεφαλαίου. Πολύ συχνά, οι ηγέτες σε συμπολίτευση και αντιπολίτευση λειτουργούν ως σύμβολα-προσωπεία του καλού και του κακού και, καθώς τα πρόσωπα είναι αναλώσιμα, μπορούν σ' αυτούς εύκολα να αποδοθούν οι αιτίες της αποτυχίας έτσι, ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες κοινωνικής αμφισβήτησης και οργανωμένης διαμαρτυρίας[12].
Επιπλέον, στη σύγχρονη πολιτική επικοινωνία, η ετερογένεια των απόψεων, η συχνά περίπλοκη υφή των συζητούμενων θεμάτων και η αξιολόγηση της ακολουθητέας πολιτικής που απαιτεί ανακατανομή υλικών και ανθρώπινων πόρων συχνά παρακάμπονται από τα πρωτεία της εικόνας των προσώπων που συμμετέχουν. Όσο μάλιστα τα μηνύματα απευθύνονται σε ένα κοινό που είναι αδρανές, αδιάφορο ή μπερδεμένο και κατάπληκτο μπροστά στο ακατανόητο της πολιτικής, τόσο περισσότερο βαρύνει το φαίνεσθαι από το περιεχόμενο αυτών που λέγονται ή εξυπονοούνται. Αυτά τότε προσαρμόζονται στα έτοιμα διχοτομικά σχήματα: ειλικρινής- ανειλικρινής, δυναμικός-άτονος, ζεστός-ψυχρός, ευχάριστος-δυσάρεστος, συμπαθητικός-αντιπαθής, όμορφος-άσχημος, οξύνους-βραδύνους και ούτω καθεξής. Κατά μία έννοια και μέχρι ενός ορίου, η αναζήτηση του πρακτέου αντικαθίστανται από τη διαχείριση εντυπώσεων. Πολιτικές αρχές, αξίες, προγράμματα, μέθοδοι και στρατηγικός σχεδιασμός έρχονται σε δεύτερη μοίρα, απέναντι στα όποια προσωπικά προσόντα που αναδεικνύονται και τονίζονται από την τηλεοπτική τεχνολογία και σκηνοθεσία [13].



Τρεις θεωρώ ότι είναι οι βασικές παράμετροι της προσωποποίησης του Πολιτικού δια μέσου της τηλεόρασης:
α)
η εξ αποστάσεως οικειότητα, β) η απαξίωση της ρητορικής και του πολιτικού λόγου, γ) η ασάφεια της πολιτικής πληροφορίας
. Στις παραμέτρους αυτές θα αναφερθώ ακροθιγώς προκειμένου κατόπιν να εξετάσω ορισμένες μακροπρόθεσμες συνέπειες κανονιστικού χαρακτήρα.


Εξ αποστάσεως οικειότητα

Με τα χρόνια, η αμεσότητα της τηλεόρασης καλλιέργησε μια αληθοφανή και "εκ του σύνεγγυς άποψη" περί την πολιτική: προσκαλεί "ξένους" στο σαλόνι μας που κατά τα άλλα δεν θα είχαμε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά. Μέσα από ένα πλαίσιο «διαμεσολαβημένης οιονεί αλληλόδρασης» [14], τους ενσωματώνει στο οικείο περιβάλλον και τους κάνει "δικούς μας" [15]. Και τούτο διότι η τηλεόραση κινητοποιεί ένα ρεαλισμό των αισθήσεων (της όρασης και της ακοής) και καλλιεργεί στο θεατή την εντύπωση πως ό,τι ακριβώς βλέπει ανταποκρίνεται σε ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα- γεγονός βεβαίως που δεν ισχύει [16].

Προκύπτει λοιπόν μια κατ' ουσία προσλαμβανόμενη οικειότητα που ναι μεν είναι "πλαστή", είναι ένα ψευδογεγονός, πλην όμως είναι και απτή, αποτέλεσμα της ταύτισης του θεατή με την εικόνα (του). Και τούτο, διότι ο τονισμός του προσώπου ενέχει πρωτογενώς σαγηνευτικές λειτουργίες, οι οποίες επιτείνονται και συγκινούν όταν η όλη παρουσίαση δραματοποιείται. Μπορεί κανείς να "νοιώσει" απευθείας την συναισθηματική κατάσταση του πολιτικού όταν αυτός παρουσιάζεται στην - ούτως ή άλλως - σκηνοθετημένη τηλεοπτική εκπομπή, αλλά δεν μπορεί εξίσου απευθείας να διαγνώσει τις μελλοντικές συνέπειες της πολιτικής του.


Απαξίωση του πολιτικού λόγου

Η μεσοποίηση της πολιτικής, και ειδικά η τηλε-οπτικοποίησή της, συνεπάγεται αυτομάτως τη, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αισθητικοποίησή της. Και τούτο διότι εξ ορισμού η τηλεοπτική εικονοποιϊα επιβάλει στην πολιτική επικοινωνία τους αισθητικούς κώδικες του θεάματος: fast - thinking, συναισθηματισμός, τηλεγένεια, ντεκόρ, σκηνοθεσία, εναλλαγή πλάνων, χρωματισμών και ούτω καθεξής.
Βεβαίως, ανέκαθεν η πολιτική ενσωμάτωνε ή χρησιμοποιούσε αισθητικούς καλλιτεχνικούς κώδικες. Αυτό όμως συνέβαινε συμπληρωματικά και ενισχυτικά, έτσι ώστε η αισθητική, ως κατ' αρχήν αυτόνομη διάσταση του κοινωνικού πράττειν, να πολιτικοποιείται, να τίθεται στην υπηρεσία της πολιτικής εξουσίας ή και να λειτουργεί ενάντιά της. Ανέκαθεν οι φορείς της πολιτικής δύναμης αλλά και της πολιτικής αμφισβήτησης επένδυαν τα προτάγματά τους με αισθητικούς κώδικες [17].
Στη σύγχρονη όμως εποχή του πολιτικού θεάματος συμβαίνει συνήθως το αντίστροφο: δια του τηλεοπτικού εξεικονισμού της, όσο περισσότερο επιτείνεται η ανταγωνιστική συμβίωση πολιτικών [18] και τηλεόρασης, η πολιτική αισθητικοποιείται.
Σχηματικά, θα λέγαμε ότι από την περίοδο της νεωτερικής-βιομηχανικής στην περίοδο της μετανεωτερικής-μεταβιομηχανικής κοινωνίας σημειώνεται μια αντιμετάθεση πολιτικοποίησης της τέχνης και αισθητικοποίησης της πολιτικής. Στην πρώτη περίοδο η σχέση τέχνης/αισθητικής και πολιτικής ήταν εξωτερική• στη δεύτερη περίοδο η σχέση αυτή είναι εσωτερική. Η «τηλε-πολιτική» είναι μια πολιτική, όπου τα εξουσιαστικά στρατηγήματα δεν μπορούν να επινοηθούν και να ασκηθούν δίχως τη μεταστοιχείωσή τους σε αισθητικές κατασκευές και την αναμετάφρασή τους βάσει της αισθητικής της κινούμενης εικόνας.

Παράλληλα με την αισθητικοποίηση της πολιτικής συντελείται και η «καθημερινοποίηση» του πολιτικού λόγου και η εκρυθμία της ρητορικής του διάστασης. Με «ισοπέδωση» αποδίδω τον όρο « conversationalization », που έχει προτείνει ο Fairclough για να περιγράψει τη σύμμειξη ιδιωτικού και δημόσιου χώρου που συντελείται από και στα ΜΜΕ [19]. Από πλήθος περιπτώσεων και από τα ελληνικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, διαπιστώνεται ότι για την περιγραφή σύνθετων, αφηρημένων και σοβαρών ως προς τις συνέπειές τους στη δημόσια ζωή ζητημάτων χρησιμοποιείται μια γλώσσα που μιμείται το άτυπο καθημερινό γλωσσικό ιδίωμα. Μαγνητικοί υπέρτιτλοι σε ειδησεογραφικά βίντεο, χιουμοριστικά καταληκτικά σχόλια, ποδοσφαιρικές παρομοιώσεις, λέξεις ή φράσεις από την αργκό, ευφυολογήματα και άλλα σχετικά γλωσσικά στρατηγήματα, απλοποιούν θέματα από τη φύση τους σύνθετα, τα οποία απαιτούν προσοχή και συστηματική προσέγγιση [20].

Στο πλαίσιο αυτό έχει μεταλλαχθεί το περιεχόμενο και η λειτουργία της ρητορικής• εξαρτώμενοι ολοένα και περισσότερο από επαγγελματίες συμβούλους πολιτικής επικοινωνίας, από επιτελεία πολιτικού μάρκετινγκ που αναλαμβάνουν τη βελτίωση και την προώθηση της εικόνας των πολιτικών ηγετών, καθώς και από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης και ιδίως την τηλεόραση, πολλοί πολιτικοί απομακρύνονται, αν δεν έχουν αποξενωθεί πλήρως, από την παλαιά παράδοση της ρητορικής τέχνης. «Πωλώντας» τον εαυτό τους ως προϊόν των Μέσων [21], συγχέουν το ευπαρουσίαστο με το εύγλωττο, την πειθώ με την πειστικότητα, το φαίνεσθαι με το είναι, το πρόσωπο με το προσωπείο [22].
Η τηλεοπτική, και γι' αυτό προσωποποιημένη, πολιτική παρουσία έχει επιφέρει έναν διπλό διαχωρισμό: α) της εικόνας από τη έλλογη κρίση και β) του πολιτικού λόγου από την πολιτική σκέψη [23].

Τέλος, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η γραμματική της τηλεόρασης ενθαρρύνει, αν δεν επιβάλλει, την αλλαγή της λειτουργίας της πολιτικής ρητορείας: συρρικνώνει την απεύθυνση. Με τις συχνές αυτο-βιογραφικές αναφορές, την απο(συγ)κάλυψη της προσωπικότητάς του από την τηλεόραση, ο πολιτικός ηγέτης δεν απευθύνεται τόσο σε ένα ανοικτό κοινό, όσο στον καθένα προσωπικά. Η δημόσια απεύθυνση τείνει να υποκατασταθεί από έναν ιδιοτύπως ιδιωτικοποιημένο (πολιτικό) διάλογο, από μια, ας μας επιτραπεί ο όρος, «ιδιωτική δημοσιότητα».


Η ασάφεια της πολιτικής ενημέρωσης

Έχει προ πολλού καταγραφεί η αποσπασματικότητα ως βασικό χαρακτηριστικό των ειδήσεων που συνοδεύει και συνοδεύεται από την προσωποποίηση, τη δραματοποίηση και την κανονικοποίηση [24]. Οι ειδήσεις παρουσιάζονται ως παζλ αποκομμένων αφηγήσεων γύρω από γεγονότα και καταστάσεις που έχουν είτε λίγη είτε ουδεμία σχέση μεταξύ τους. Στις προσωποποιημένες ειδήσεις η έμφαση δίδεται στους επιμέρους πρωταγωνιστές και όχι στις κοινωνικές, οικονομικές, διεθνείς και πολιτικές παραμέτρους εντός των οποίων αυτοί ενεργούν.
Από την προβολή μεμονωμένων συμβάντων κατασκευάζεται και καλλιεργείται, έτσι, μια αναπαράσταση του κόσμου της πολιτικής ως ρεπερτορίου προσωπικοτήτων και ατομικών συμπεριφορών, έξω από γενικότερους ιστορικούς προσδιορισμούς. «Αντί να βλέπει έναν κόσμο με συνοχή που να στηρίζεται σε σαφείς ιστορικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, το κοινό εκτίθεται σε ένα χαώδη κόσμο που κατάντησε έτσι εξαιτίας φαινομενικά αυθαίρετων και μυστηριωδών δυνάμεων» [25].

Αν είναι αλήθεια ότι οι ειδήσεις είναι για τους περισσότερους ανθρώπους η μοναδική ευκαιρία πολιτικής συμμετοχής σε τακτική βάση, η αποσπασματικότητά τους συμβάλλει στη δυσκολία που συναντούν προκειμένου να καταλάβουν τα πολιτικά δρώμενα με ολοκληρωμένους όρους. Αυτό κατά κανόνα συμβαίνει σε άτομα με σχετικά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, μειωμένη πολιτική αρμοδιότητα (political efficacy), υψηλή εξάρτηση από τα μέσα ενημέρωσης (media dependency), καθώς και περιορισμένη συμμετοχή σε δίκτυα κοινωνικού κεφαλαίου.
Τόσο τα επαγγελματικά κριτήρια της δημοσιογραφικής κουλτούρας για το τι συνιστά είδηση (αρνητικότητα, μοναδικότητα κ.λπ.), όσο και η «γραμματική» της τηλεόρασης ως μέσου (λογική της κινούμενης εικόνας), συλλειτουργούν ώστε ο μέσος πολίτης-τηλεθεατής να δυσκολεύεται να διαμορφώσει σαφείς απόψεις για διάφορα μείζονος σημασίας θέματα και να κατανοήσει περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Εκόντα άκοντα, τα περισσότερα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης περιβάλλουν τις ειδήσεις με μιαν αναπόφευκτη ασάφεια, που καλλιεργείται από υπαινικτικούς τίτλους, διφορούμενες εκφράσεις, αβαθή ανάλυση, «ισορροπημένη» κάλυψη μιας αντιδικίας ή ενός κοινωνικού προβλήματος, ακόμα και όταν δεν υπάρχει σοβαρός αντίλογος ή αρθρωμένη αντίθετη άποψη, καθώς και από αφηγήσεις που εναλλάσσουν την απειλή με την καθησύχαση [26].


Oι συνέπειες της προσωποποίησης (Ι): Η ελευθερία στην κοινωνία του θεάματος

Λόγω της προσωποποίησης του Πολιτικού σφυρηλατείται σωρευτικά ένα κράμα ατομικότητας και ορατότητας (γενίκευση του συγκεκριμένου) εις βάρος της δημοσιότητας ως καθολικότητας, η οποία με το χρόνο περιθωριοποιείται. Ενώ στην παραδοσιακή πολιτική ειδησεογραφία, το δημόσιο (ως συλλογικό) ήταν εκείνο που προβαλλόταν (ορατότητα), στο τρέχον μοντέλο των «μαλακών» ενημερω-διασκεδαστικών ειδήσεων, το ιδιωτικό (ως ατομικό) είναι αυτό που προβάλλεται και δημοσιοποιείται. Αυτό έχει περιγραφεί άλλοτε ως «δομικός μετασχηματισμός της δημοσιότητας» (Ηabermas ), άλλοτε ως «πτώση του ανθρώπου της δημοσιότητας» (Sennett), άλλοτε ως νοηματική εκκένωση της vita activa ( Arendt ) και άλλοτε ως αντικατάσταση του Πανοπτικού από το “Συνοπτικό” ( Bauman ).
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι περιγραφές αυτές υποδεικνύουν ένα σύγχρονο πρόβλημα: εφόσον στην παράδοση του πολιτικού φιλελευθερισμού η ατομική ελευθερία κατοχυρωνόταν μέσα από την εμπέδωση και την τήρηση του δικαιώματος της ιδιωτικότητας και του ατομικού απόρρητου, με ποιο τρόπο θα αξιολογήσει κανείς το γεγονός ότι το ιδιωτικό απόρρητο εκτίθεται πλέον στη δημοσιότητα; Η περίπου πανταχόθεν διεκδικούμενη «διαφάνεια», το «δικαίωμα του κοινού να ξέρει την αλήθεια» γύρω από τη ζωή διασημοτήτων της πολιτικής και του θεάματος, προβάλλεται ως κοινωνική αξίωση για το δικαίωμα στη δημοσιότητα-ορατότητα.

Τι σημαίνει όμως η μετακίνηση από το δικαίωμα του ατομικού απορρήτου στο «δικαίωμα» της δημοσιότητας; Όσο το «δημόσιο» εκκενώνεται από το κοινωνικό και δεσμευτικό του περιεχόμενο, υποκαθίσταται από και μεταστοιχειώνεται σε ένα μωσαϊκό ατομικών υποθέσεων και προβλημάτων. Στο «δημόσιο συμφέρον» τείνει να αλλάξει τόσο το «δημόσιο» όσο και το «συμφέρον»: το μεν «δημόσιο» μετατρέπεται σε αθροιστική προέκταση του ιδιωτικού, το δε «συμφέρον» εννοείται ως ανάγκη μιας απλής περιέργειας [27]. Στην κοινωνία του θεάματος, η διατήρηση της ιδιωτικής ζωής στο παρασκήνιο δεν λογίζεται πλέον ως ζήτημα δημόσιου συμφέροντος, ως καταστατική προϋπόθεση για την ιδιότητα του πολίτη ( citizenship ). Θα λέγαμε μάλιστα το αντίστροφο: η ιδιότητα του πολίτη φαίνεται να πραγματώνεται από την εθελούσια κατάλυση της ιδιωτικής του ζωής, τόσο μέσα από τα reality shows , όσο και από την ταχύτατη διείσδυση της κινητής τηλεφωνίας. Υπό τους όρους αυτούς, αναστρέφεται το περιεχόμενο της ατομικής ελευθερίας• με την προϊούσα απαξίωση της ιδιωτικότητας και του προσωπικού απόρρητου, επιβάλλεται ένας ιδιότυπος ολοκληρωτισμός: το ιδιωτικό εισβάλλει και καταλαμβάνει το δημόσιο χώρο. Ενώ στην κλασσική νεωτερικότητα ο τρόπος πολιτικής κυριαρχίας στηριζόταν στο Πανοπτικό (με την έννοια της επιτηρητικής εισβολής του δημόσιου στον ιδιωτικό χώρο), στην ύστερη νεωτερικότητα το Συνοπτικό ( Synopticon ) αλλάζει τον τρόπο πολιτικής κυριαρχίας: είναι το ιδιωτικό (με την έννοια του ατομικού) που εισβάλλει στο δημόσιο χώρο [28]. Όπως παραστατικά το έχει περιγράψει ο Postman, στην εποχή της κοινωνίας του θεάματος, ο «Μεγάλος Αδελφός» του Orwell αντικαθίσταται από το «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» του Huxley [29]. Από υπο-κείμενο της πολιτικής, το άτομο γίνεται θεατής και καταναλωτής της.

Σύμφωνα με τον Bauman, η νέα αυτή συνθήκη, παρά την επαγγελία της εξατομίκευσης που τη συνοδεύει, επιφέρει μιαν έμμεση ανελευθερία, μια «ιδωτικοποιημένη ατομικότητα», όπου ναι μεν έχει γενικευθεί η δυνατότητα επιλογής, πλην όμως δεν έχει αλλάξει ο «κώδικας της επιλογής» [30].
Με τις τρέχουσες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η αρνητική ελευθερία διευρύνεται ως περιστολή της πολιτικής καταπίεσης των ιδιωτικών αναγκών και ως γενίκευση της δυνατότητας επιλογής• δεν χειραφετείται όμως το άτομο, ως προς τα κριτήρια της επιλογής του, προκειμένου να εμπεδώσει τη θετική ελευθερία. Με τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία του πολιτισμικού κώδικα, ο πολίτης της δημόσιας σφαίρας υποκαθίσταται από τον ελεύθερο καταναλωτή της αγοράς. Συνεπώς, η τυπική ελευθερία της επιλογής δεν συνοδεύεται από ουσιαστική διεύρυνση του κριτηριολογικού κώδικα, με αποτέλεσμα η εξατομίκευση αντί να συνεπάγεται την κατοχύρωση μιας ιδιαιτερότητας ως αποτέλεσμα θετικής ελευθερίας, να οδηγεί στην επανάληψη ομοιόμορφων ατομικοτήτων. Πρόκειται για μιαν ανελευθερία χωρίς καταπίεση.

Θα λέγαμε ότι αν η ανελευθερία με καταπίεση είναι αποτέλεσμα της άλωσης του ιδιωτικού από το δημόσιο (κλασσικός ολοκληρωτισμός), η ανελευθερία χωρίς καταπίεση προκύπτει από την άλωση του δημόσιου από το ιδιωτικό (νεο-ολοκληρωτισμός). Στην πρώτη περίπτωση, όμως, είναι το κράτος που καταργεί την ιδιωτική σφαίρα, ενώ στη δεύτερη είναι το παρασκήνιο που εκτοπίζει το προσκήνιο. Στην υστερονεωτερική κοινωνία του θεάματος, δηλαδή, δεν έχει επέλθει μόνο μια μετατόπιση των ορίων ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, αλλά έχει αλλάξει και το περιεχόμενό τους. Έτσι, «η εξουσία αποστασιοποιείται από την πολιτική» [31], υπό την έννοια ότι, με την προσωποποίηση, η πολιτική γίνεται θέαμα (άλωση του δημόσιου από το ιδιωτικό) και τα ουσιώδη ζητήματα εξουσίας παραμένουν κατά βάση έξω από κάθε δημόσια διαβούλευση (κυριαρχία των ατομικών επί των συλλογικών συμφερόντων). Για αυτό, άλλωστε, δεν αμφισβητείται σοβαρά η ιδεολογία της αγοράς σήμερα.

Με δεδομένες τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές προκείμενες της κοινωνίας του θεάματος, θα πρέπει να πούμε ότι η προσωποποίηση της πολιτικής και η ασάφεια στην ενημέρωση δεν είναι τυχαία ή παρεμπίπτοντα στοιχεία της τηλεοπτικής πολιτικής επικοινωνίας, που θα μπορούσαν ίσως να εκλείψουν εάν οι δημοσιογράφοι, οι τηλεσκηνοθέτες και οι παραγωγοί έδειχναν μεγαλύτερο επαγγελματικό ζήλο. Αντίθετα, είναι δομικά στοιχεία της μαζικής εμπορικής τηλεόρασης και της πολιτικής επικοινωνίας
[32]. Και εξηγούμεθα: η τηλεόραση απευθύνεται σε ένα ασυνήθιστα μεγάλο για άλλες εποχές και ετερόκλητο κοινό. Για να διατηρήσει υψηλά ποσοστά τηλοψίας στις πολιτικές της εκπομπές υποχρεούται να υιοθετήσει έναν όσο το δυνατόν πιο πάνω από τα κόμματα, αφανάτιστο, ομοιογενή και "αντικειμενικό" πολιτικό λόγο [33].

Από την άλλη μεριά, όταν οι πολιτικοί εμφανίζονται στην τηλεόραση και απευθύνονται σε αυτό το ετερόκλητο κοινό, για να γίνουν κατανοητοί, αναγκάζονται συχνά να μιλήσουν με όσο το δυνατόν γενικόλογα, ουδέτερα και "πολυσυλλεκτικά" επιχειρήματα. Κι αυτό γιατί το μοντέλο λειτουργίας της μαζικής εμπορικής τηλεόρασης δεν "επιτρέπει" ιδιαίτερες εξειδικεύσεις κατά θέμα ή κατά τα ενδιαφέροντα επιμέρους κοινωνικών ομάδων. Κάτι όμως που εξυπηρετεί την απήχηση του πολιτικού, και είναι σχετικά εύκολο να κατανοηθεί από το κοινό, είναι ο τονισμός των προσωπικών και "ανθρώπινων" χαρακτηριστικών του: οι προθέσεις του, τα κίνητρά του, τα ατομικά του χαρίσματα, οι δεσμεύσεις του και βεβαίως η ικανότητά του να αντιπαρέρχεται τους διαξιφισμούς των δραματοποιημένων πολιτικών συζητήσεων. Το πρόσωπο στην οθόνη είναι πιο προσιτό σε σύγκριση με τις διαδικασίες, τους νόμους, τους κανονισμούς και τις τακτικές της «πραγματικής» πολιτικής. Είναι, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, η καλλιέργεια της προσωπικής εικόνας που ενδιαφέρει πρωτίστως τον πολιτικό, δεδομένου ότι με αυτή μπορεί πιο εύκολα να ταυτισθεί ο πολίτης-τηλεθεατής, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν επιδεικνύει αξιοσημείωτο πολιτικό ενδιαφέρον [34].

Οι συνέπειες της προσωποποίησης (ΙΙ): Ηθική και πολιτική στην κοινωνία του θεάματος

Με την έμφαση της τηλεόρασης στα πολιτικά πρόσωπα επέρχεται μια ιδιότυπη ηθικοποίηση του (ιδιωτικοποιημένου) δημόσιου βίου. Συχνότατα, η κριτική που ασκείται γίνεται στη βάση των ηθικών κινήτρων των πολιτικών ως ατόμων και όχι τόσο στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος. Η τηλεόραση ενθαρρύνει υπέρμετρα την ηθική κρίση επί του τρόπου συμπεριφοράς των πολιτικών και όχι επί των όσων διαπράττουν. Αυτό που κυρίως έλκει την ηθική κρίση της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας, είναι το προσωπικό ήθος των πολιτικών και η ακεραιότητά τους, και λιγότερο η ποιότητα του δημοσίου ήθους• ενδιαφέρει λιγότερο η ηθική του κόσμου της πολιτικής και περισσότερο το ήθος του πολιτικού κόσμου. Εδώ εμπίπτει και η ακατάσχετη ενασχόληση των δημοσιογράφων με τα σκάνδαλα στα οποία υποπίπτουν διάφοροι πολιτικοί [35] και η ροπή της τηλεόρασης στη σκανδαλοθηρία. Αυτό φυσικά, όπως θεωρεί και ο Bauman , δεν σημαίνει ότι είναι κακό το να ασχολούνται οι δημοσιογράφοι με την ηθική καθαρότητα των δημόσιων αξιωματούχων, οι οποίοι οφείλουν να είναι και να φαίνονται τίμιοι [36]. Παραπλανητική είναι όμως η έλλειψη συστηματικής ενασχόλησης και διαβούλευσης γύρω από τον ηθικό κώδικα της δημόσιας επικοινωνίας εν γένει. Σύμφωνα με τον Hariman , αντί τα μέσα ενημέρωσης να διερευνούν την επίδοσή τους στα πολιτικά τους καθήκοντα, εστιάζουν στο χαρακτήρα και την ιδιωτική ζωή των πολιτικών• «η τρέχουσα έμφαση στην προσωπική ηθική επιφέρει μιαν επικίνδυνη υποκατάσταση των δημόσιων αρετών από τις αξίες της οικογενειακής ζωής»[37]. Πρόκειται για έναν παράξενο συνδυασμό υπερτροφικής κοινωνικότητας και ηθικής τύφλωσης, που καταλήγει σε εκχυδαϊσμό της πολιτικής ζωής και του πολιτικού λόγου. Δίχως να υπερβάλλει, θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι, ως συνέπεια της γενίκευσης του συγκεκριμένου, το «καθαρό» πρόσωπο των πολιτικών συμβάλλει στην εκκαθάριση της κοινωνίας από ηθικές ανησυχίες. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η ηθικοποίηση της εξατομικευμένης πολιτικής συμπεριφοράς και η προσωποποίηση της πολιτικής εν γένει εξυπηρετεί τόσο τα οικονομικά της τηλεόρασης όσο και την προβολή των πολιτικών [38], μια και κοινό τους συμφέρον είναι να "μείνει ο τηλεθεατής στο κανάλι".

Υπό τις συνθήκες αυτές, σε αρκετές χώρες και ασφαλώς στην Ελλάδα [39], τα τελευταία χρόνια, η τηλεόραση φαίνεται να διεκτραγωδεί την πολιτική κρίση και ταυτόχρονα να ομιλεί περί αυτής υπό όρους και με γλώσσα που χαρακτηρίζουν πρωτίστως τους πρωταγωνιστές της κρίσης αυτής. Στις ανταγωνιστικές συνθήκες του νέου επικοινωνιακού πεδίου, για να διατηρήσουν τους τηλεθεατές τους, από ένα σημείο και μετά (στην Ελλάδα μετά το 1993) τα ιδιωτικά κυρίως κανάλια επιτείνουν το ενημερω-διασκεδαστικό είδος πολιτικής ειδησεογραφίας. Και τούτο διότι όσο η τηλεόραση υιοθετούσε τη λογική των πρωταγωνιστών της πολιτικής κρίσης αντιπροσώπευσης, τόσο ενδυνάμωνε τις προϋπάρχουσες τάσεις αρνητισμού και πολιτικής δυσαρέσκειας, με αποτέλεσμα να χάνει τηλεθεατές λόγω ακριβώς του ηθικού κορεσμού που αυτή προκαλούσε. Δεν είναι τυχαίο ότι έκτοτε, μπροστά στην αδυναμία ανακοπής της συνεχούς πτώσης της θεαματικότητας των πολιτικών εκπομπών, η ιδιωτική τηλεόραση μειώνει σταθερά την πολιτική της ύλη και καλύπτει ολοένα και πιο πολύ γεγονότα εκτός πολιτικής με κώδικες αρνητικής δραματουργίας.

Ταυτόχρονα, όσο η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση απεγκλωβίζεται από την κρατοκεντρική πελατειακή λογική εντός της οποίας κινήθηκε τα πρώτα χρόνια μετά την απορύθμιση του 1989, εξαιτίας της οποίας τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια είχαν χρεωθεί πολιτική/κομματική ταυτότητα αναγνώρισης [40], τόσο περισσότερο εκδηλώνει τάσεις αποστασιοποίησης από την κρίση αντιπροσώπευσης, υποδυόμενη το ρόλο του ουδέτερου παρατηρητή και οιονεί «εκπροσώπου» της κοινής γνώμης. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι κατορθώνει να ξεπεράσει την ηθική της απαξίωση, η οποία συνάδει με τη γενικότερη στάση αρνητισμού και αποξένωσης που δεσπόζει τα τελευταία χρόνια στην ελληνική πολιτική κουλτούρα [41]. Ηθική απαξίωση, η οποία συνδαυλίζεται από την ανέκαθεν υβριδική σχέση δημόσιου και ιδιωτικού στην ελληνική κοινωνία, μέσω της οποίας το Πολιτικό προσλαμβάνει χαρακτηριστικά συστημικής ατυπίας [42].


Αντί Επιλόγου

Σχηματικά, θα λέγαμε ότι από το διάλογο που έχει αναπτυχθεί γύρω από τις επιδράσεις της τηλεόρασης στην πολιτική και τη δημόσια σφαίρα γενικώς [43], έχουν διαμορφωθεί δύο αντίπαλα στρατόπεδα:
Από την μια πλευρά, διατυπώνεται η άποψη ότι η τηλεόραση βλάπτει την ποιότητα της δημοκρατίας και της πολιτικής σκέψης ακριβώς διότι αισθητικοποιεί και απαξιώνει τον πολιτικό λόγο.
Από την άλλη πλευρά, αντιθέτως, υποστηρίζεται ότι η τηλεόραση συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος και των θεσμών της δημοκρατίας, διότι διευρύνει την πολιτική ενημέρωση και ευνοεί τη “γνωστική κινητοποίηση” (cognitive mobilization) [44].
Βεβαίως, ο διεθνής διάλογος γύρω από τις αρνητικές και θετικές επιδράσεις της τηλεόρασης στην πολιτική και τη δημοσιότητα δεν έχει κλείσει. Εμείς πάντως δεν θα θέλαμε να υιοθετήσουμε συλλήβδην τις απόψεις του Sennett και του Habermas, που μιλούν για την πτώση της δημόσιας σφαίρας, έχοντας ως ιδεοτυπικό κριτήριο την προ-της-τηλεόρασης εποχή. Θεωρούμε όμως εξίσου παρακινδυνευμένο να υιοθετήσουμε μονομερώς τις θέσεις του Thompson και του Toffler [45], που ενθουσιωδώς αναγγέλλουν την έλευση μιας νέας δημόσιας σφαίρας, που προσιδιάζει στην τηλεοπτική και ηλεκτρονική εποχή.

Θα μπορούσαμε όντως να φαντασθούμε μιαν άλλη οργάνωση της δημοσιότητας, διαφορετική από εκείνη που αντιστοιχεί στον "γαλαξία του Γουτεμβέργιου". Ίσως μάλιστα και να είναι ήδη παρούσα. Εκείνο όμως που θα πρέπει να προσεχθεί είναι:

α) Η αναπροσαρμογή της δομής της πολιτικής δημοσιότητας, ώστε να ανταποκριθεί στις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών και στη διαφαινόμενη τάση απομαζικοποίησης των επικοινωνιών [46]. Αναπροσαρμογή, που θα διασφαλίζει και θα διευρύνει τα δικαιώματα των πολιτών. Διότι είναι σαφές ότι διανοίγονται νέες δυνατότητες συμμετοχής, αλλά και συγκεντρωτικής χειραγώγησης.

β) Η θέση του υποκειμένου, ως φορέα θέλησης, δράσης και ευθύνης στα σύγχρονα θεωρητικά μοντέλα της δημοσιότητας. Εκείνος που θα αποφανθεί ότι το υποκείμενο δεν υπάρχει πλέον και ότι έχει υποστεί μια πολιτισμική μετάλλαξη από τις εικόνες και τα ομοιώματα, θα πρέπει αφενός μεν να θεμελιώσει το επιχείρημά του στη μελέτη της εμπειρίας των ανθρώπων, και όχι στην προβολή των δικών του προκατανοήσεων, αφετέρου δε να νομιμοποιήσει ηθικά και λογικά τον τόπο από τον οποίο το εξαγγέλλει.

Το δεύτερο αυτό σημείο χρήζει μεγαλύτερης προσοχής, καθότι πολλοί θεωρούν αυτόχρημα καταστροφική την επίδραση της τηλεόρασης στην πολιτική συμπεριφορά. Υποστηρίζεται ότι η αισθητικοποίηση της πολιτικής συμμετοχής και της πολιτικής αντιπαράθεσης, καθώς και η έκθεση σε αρνητικές και τρομολάγνες ειδήσεις αδρανοποιούν τα υποκείμενα, τα οποία περιέρχονται στην κατάσταση του παθητικού αποδέκτη-καταναλωτή του πολιτικού θεάματος. Βεβαίως και αυτό συμβαίνει• δεν γνωρίζουμε όμως ακριβώς σε πόσους, πόσο και πότε. Και τούτο διότι το κοινό είναι ενεργητικό αλλά και παθητικό μαζί
: οι δομές της πολιτικής επικοινωνίας κατασκευάζουν και κατασκευάζονται, το υποκείμενο δεν είναι απλό θύμα τους, αλλά φορέας δράσης, η οποία μορφώνεται μέσα από τη διαδικασία της δομοποίησης, όπως αυτή έχει αναλυθεί από τον Giddens [47]. Το υποκείμενο δρα και αντιδρά, επιλέγει και απορρίπτει μέσα από προσίδιους όσο και κοινωνικά κατασκευασμένους νοηματικούς ορίζοντες από το ύψος των οποίων, προσβλέπει, συγκρίνει, προβάλλει, αξιώνει, πείθεται, αλλά και απογοητεύεται. Έτσι, δεν είναι σίγουρο ότι το μοντέλο της ενημερω-διασκέδασης γεννά μόνο απάθεια, σύγχυση, έλλειψη εμπιστοσύνης και πολιτική αποξένωση. Μπορεί να προκαλεί και εναντιωματικές αναγνώσεις.

Ώστε, από την έποψη της συγκρότησης μιας δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας στο περιβάλλον της ύστερης νεωτερικότητας [48], το πένθος για την απώλεια ή την αλλοίωση της παραδοσιακής δημόσιας σφαίρας δεν αρκεί, ίσως δε και να αποπροσανατολίζει. Ούτε όμως ανακλαστική πολιτική ολότητα συγκροτείται με μόνο οδηγό την τεχνοφιλική αισιοδοξία, τύπου Toffler και Δερτούζου. Ο ιστορικός επαναπροσδιορισμός της σχέσης Ιδιωτικού – Δημόσιου είναι γεγονός και μέσα από αυτόν δεν προκύπτει μόνο μια «ανελευθερία χωρίς καταπίεση», αλλά και νέες μορφές πολιτικο-πολιτισμικής κινητοποίησης. Οπωσδήποτε, το περιεχόμενο του επαναπροσδιορισμού αυτού είναι διφορούμενο. Το ιστορικό, όμως, στοίχημα που τίθεται είναι η αποτροπή της κατάλυσης κάθε πιθανής διαφοράς ανάμεσα σε Ιδιωτικό και Δημόσιο. Διότι έχει σημασία η διαφορά αυτή, μια διαφορά αρχής, πέρα από τις συγκεκριμένες υλοποιήσεις της στα διάφορα επικοινωνιακά και κοινωνικά συστήματα, καθόσον είναι «εκ των ών ουκ άνευ» όρος ύπαρξης του Πολιτικού.




-----------------------------------------------------------




[1] Για την έννοια της "εξάρτησης" του κοινού από την τηλεόραση και την όλη προβληματική που αυτή περιέχει για την έρευνα των επιδράσεων βλ. ενδεικτικά Daniel G. McDonald, "Investigating Assumptions of Media Dependency Research" στο: Communication Research 10(4) 1983, σελ. 509-528.

[2]Άποψη που συνοψίσθηκε από τον Joseph Klapper, The Effects of Mass Communication (New York: Free Press, 1960).

[3] Ο ίδιος ο Habermas , πάντως, στο magnus opus The Theory of Communicative Action , Vol . 2 ( Cambridge : Polity Press , 1989), σελ. 389-391, τροποποιώντας προγενέστερες θέσεις του, επισημαίνει το διφορούμενο χαρακτήρα των ΜΜΕ και τις χειραφετικές δυνατότητες που ενέχουν, σε συνδυασμό πάντα με ευρύτερες κοινωνικές δυναμικές.

[4] Βλ. σχετικά John Kean , The Media and Democracy ( Oxford : Polity Press , 1991), σελ. 150 επόμ., Curran J . " Mass Media and Democracy : A Reappraisal ", στο: Curran J . & Gurevitch M . (επιμ.), Mass Media and Society ( London : Edward Arnold , 1991), σελ. 82-117 και John Thompson Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, [2 η έκδ. Εισαγωγή-επιμέλεια Ν. Δεμερτζής]
(Αθήνα: εκδ. Παπαζήση 2000), σελ. Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας , [2 η έκδ. Eισαγωγή- επιμέλεια Ν . Δεμερτζής ] ( Αθήνα : εκδ . Παπαζήση 2000) 260-264.

[5]Πρβλ . Michael Gurevitch and Jay Blumler, “Linkages between the Mass Media and Politics: a model for the analysis of political communications systems” στο : James Curran, Michael Gurevitch and Janet Woolacott, Mass Communication and Society (London: Edward Arnold, 1977), σελ . 270-290. Jay Blumler and Michael Gurevitch, “The Political Effects of Mass Communication“ στο : James Curran, Tony Bennett, Michael Gurevitch and Janet Woolacott, Culture, Society and the Media (London: Methuen, 1982), σελ . 236-267. Πρβλ. επίσης Sidney Kraus & Dennis Davis, The Effects of Mass Communication on Political Behavior (University Park: Pennsylvania State University Press, 1976) και Sidney Kraus & Richard Perloff ( επιμ.), Mass Media and Political Thought. An Information-Processing Approach (Beverly Hills: Sage Publications, 1985).

[6] Πρβλ . Jean Baudrillard, Η Καταλωτική Κοινωνία (Αθήνα : Νησίδες , 2000), Jean Baudrillard, Ο Καθρέπτης της Παραγωγής (Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 1990). Fredric Jameson, “The Cultural Logic of Capital” στο: New Left Review, τχ . 46 (1984), σελ. 53-92.

[7]Bλ. Joshua Meyrowitz, No Sense of Place. The Impact of Electronic Media on Social Behavior (New York: Oxford University Press, 1985).

[8]Lance Bennett, Ειδήσεις. Η Πολιτική των Ψευδαισθήσεων , ( Αθήνα : εκδ . Δρομέας , 1999), σελ . 111.

[9]Βλ . Andrew Wernick, Promotional Culture. Advertising, Ideology and Symbolic Expression (London: Sage Publications, 1991). Πρβλ . ακόμη Neil Postman, Amusing Ourselves to Death. Public Discourse in the Age of Show Bisuness (London: Penguin Books, 1985), σελ . 4-5 και 128-131 [ ελλην . έκδοση : Διασκέδαση μέχρι Θανάτου . Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος ( Αθήνα : εκδ . Δρομέας , 1998) σελ . 14-15 και 140-143] , όπως επίσης και Richard Sennett, The Fall of Public Man (London: Faber and Faber, 1977), σελ . 287 επόμ . [Πρβλ. την ελληνική έκδοση: Η Τυραννία της Οικειότητας. Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό (Αθήνα: Νεφέλη, 1999), σελ. 364 επόμ.].

[10] Βλ. ενδεικτικά Α.-Ι.Δ. Μεταξάς, Συγκλιτικά Κόμματα και Αποσυγκλιτικές Αντιστάσεις (Ανάτυπα Πολιτικής Επικοινωνίας, τχ. 1, Αθήνα: εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1998).

[11]Murray Edelman , H Κατασκευή του Πολιτικού Θεάματος [εισαγωγή-επιμέλεια Νίκος Δεμερτζής] (Αθήνα: εκδ. Παπαζήση, 1999), σελ. 99.

[12]Edelman , όπ. π., σελ. 79 επόμ.

[13] Βλ. σχετικά C . J . Robinson , “ Mass Media and U . S . Presidency ” στο: J . Downing , A . Mohammadi , A . Sreberny - Mohammadi (επιμ.), Questioning the Media . A Critical Introduction ( Newbury Park : Sage Publications , 1990), σελ. 88-99.

[14] Έννοια που έχει λεπτομερώς αναλύσει ο Thompson , όπ. π., σελ. 145-172].

[15] Βλ. ενδεικτικά τις αναλύσεις των Lang, Politics and Television , σελ. 186 επόμ. Βλ . ακόμη Roderick P. Hart, Seducing America . How Television Charms the Modern Voter (London: Sage Publications [revised edition], 1999), σελ . 21-38.

[16] Πρβλ. την ανάλυση του Thomas Meyer , Η Πολιτική ως Θέατρο (Αθήνα: εκδ. Καστανιώτη , 2000).

[17]Πρβλ . Murray Edelman, From Art to Politics. How Artistic Creations Shape Political Conceptions (Chicago: Chicago University Press, 1995).

[18] Για την ανταγωνιστική συμβίωση των πολιτικών κομμάτων και των ΜΜΕ ως των βασικών κέντρων πολιτικής δύναμης στις σύγχρονες κοινωνίες πρβλ. James Curran και Jean Seaton, Power without Responsibility: The Press and Broadcasting in Britain (London: Routledge, 1988), σελ . 233-234.

[19]Norman Fairclough, Media Discourse (London: Edward Arnold, 1995), σελ . 8-12. Πρβλ. Nicholas Abercrombie , Television and Society ( Oxford : Polity Press , 1996), σελ. 10, 17-19.

[20] Ιδού δύο απλά παραδείγματα: α) Με τίτλο «Η πλάκα του Σιμήτη» στο Βήμα της Κυριακής της 11/3/2001 (σελ. Α9), αναλύοντας την εσωτερική κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ ο Ι.Κ. Πρετεντέρης αναφέρει: «Γιατί ο Ρέπππας με τον Θέμελη συγκροτούν συνωμοσία ή παραμάγαζο; [ …] Αναρωτιέμαι τελικά τι είναι χειρότερο σε μια παράταξη. Να τσακώνεσαι επειδή υπάρχουν πολιτικές διαφορές ή να τσακώνεσαι επειδή δεν γουστάρεις τον διπλανό σου; Υποθέτω το δεύτερο». β) Στο δελτίο ειδήσεων των 17:00 της 21/3/2001 του ραδιοφωνικού σταθμού «Ραδιόφωνο- Σταθμός 101,3» μεταδόθηκε επί λέξει η παρακάτω είδηση: «Αν θέλετε να χρησιμοποιήσετε τα μπλε λεωφορεία ξεχάστε το, γιατί οι οδηγοί τράβηξαν χειρόφρενο για να παρασταθούν στην κηδεία του Προέδρου τους Χρήστου Σταμούλου». Να σημειωθεί ότι για το θάνατο του κ. Σταμούλου, ο οποίος υπήρξε γνωστός συνδικαλιστής, διατάχθηκε εισαγγελική έρευνα.

[21]Βλ . αντί άλλων Bob Franklin, Packaging Politics. Political Communication in Britain 's Media Democracy (London: Edward Arnold, 1994), σελ. 3-22 και 131 επόμ. Duncan Watts, Political Communication Today (Manchester: Manchester University Press, 1997), σελ . 109-194.

[22]Kathleen Jamieson, Eloquence in an Electronic Age . The Transformation of Political Speechmaking , (New York: Oxford University Press, 1988), σελ . 241.

[23]Jamieson, όπ . π ., σελ . 26-27, 43-53, 201, 240.

[24]Βλ . ενδεικτικά Edward Epstein, News from Nowhere (New York: Random House, 1973), Herbert Gans, Deciding What's News (New York: Vintage Point, 1979), Bennett, Ειδήσεις . H πολιτική των ψευδαισθήσεων, όπ. π., σελ., 91 επόμ.

[25]Bennett , όπ. π., σελ. 127.

[26]Edelman , Η Κατασκευή του Πολιτικού Θεάματος , σελ. 163 επόμ.

[27]Zygmund Bauman, In Search of Politics (Oxford: Polity Press, 1999), σελ . 64.

[28]Bauman , όπ. π., σελ. 70-71 και 96-100. Το Συνοπτικό λειτουργεί αντιστρόφως προς το Πανοπτικό: οι πολλοί (πολίτες-καταναλωτές του πολιτικού θεάματος) παρακολουθούν τους λίγους (πολιτικές διασημότητες). Για την αντιστροφή αυτή πρβλ. και Thompson , όπ. π., σελ. 221-224. Βεβαίως, το Συνοπτικόν συνυπάρχει με το «Υπερπανοπτικόν» ( superpanopticon ) σύστημα επιτήρησης που επικρατεί στην κοινωνία της πληροφορίας, όπου με τη βοήθεια των νέων ψηφιακών τεχνολογιών ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς είναι σε θέση να συλλέγουν πολύ μεγάλο όγκο πληροφοριών για τον καθένα πολίτη ξεχωριστά. Βλ . σχετικά Mark Poster, The Mode of Information. Poststructuralism and Social Context (Cambridge: Polity Press, 1990), σελ . 69-98. Του ιδίου , The Second Media Age (Cambridge: Polity Press, 1996), σελ . 57-77 και 78-93.

[29] Postman, Amusing Ourselves to Death , σελ . vii-viii [ ελλην . εκδ . όπ . π ., σελ . 9-10). Πρβλ. και Paul Virilio , Η Πληροφοριακή Βόμβα (Αθήνα: Νησίδες, 2000), σελ. 61-69.

[30]Bauman , όπ. π., σελ. 72-78. Παρόμοιες απόψεις εκφράζουν και οι Agnes Heller & Ferenc Feh e r , The Postmodern Political Condition ( Oxford : Polity Press , 1988), σελ. 19 επόμ.

[31] Όπ. π., σελ. 74.

[32] Για το ζήτημα αυτό βλ. Sennett, όπ. π., σελ. 284-285.

[33] Επ' αυτού βλ. Jay Blumler και Michael Gurevitch, "The Political Effects of Mass Communication" στο Μ. Gurevitch, T. Bennett, J. Curran και J. Woollacott όπ. π., σελ. 236-267 και ειδικά σελ. 247-248. Όπως αναφέρει ο Edelman ( Η Κατασκευή … σελ. 172), «η ασάφεια και η υποκειμενικότητα δεν είναι ούτε παρεκκλίσεις ούτε παθολογικές εκφράσεις στη διαδικασία διάδοσης των ειδήσεων».

[34] Για τα θέματα αυτά βλ. Lang και Lang, όπ . π ., σελ . 203-211. Βεβαίως, η μαζική πολιτική επικοινωνία μετασχηματίζεται με την έλευση της καλωδιακής και ψηφιακής τηλεόρασης, όπως επίσης και, κυρίως, του διαδικτύου. Ο χρονισμός του μετασχηματισμού αυτού παραλλάσσει από χώρα σε χώρα, αλλά γενικά μπορούμε να πούμε ότι στις περισσότερες χώρες εξακολουθεί να δεσπόζει το μοντέλο της μαζικής πολιτικής επικοινωνίας. Επιπλέον, θα πρέπει να πούμε ότι η απομαζικοποίηση (political narrowcasting) δεν συνεπάγεται αυτομάτως εναλλακτική πολιτική ενημέρωση στο βαθμό που οι δημοσιογράφοι εξακολουθούν να εφαρμόζουν τα συνήθη κριτήρια επιλογής και παρουσίασης των ειδήσεων, να εξαρτώνται από τις ίδιες «επίσημες πηγές» και να προμηθεύονται ειδήσεις από τα ίδια διεθνή πρακτορεία.

[35] Από τα οποία ωστόσο ορισμένοι βγαίνουν αλώβητοι, στο βαθμό που έχουν καλλιεργήσει μια κατάλληλη δημόσια εικόνα αποτελεσματικότητας και ικανότητας, ενώ κάποιοι άλλοι καταστρέφονται πολιτικά στο βαθμό που η δημόσια εικόνα τους στηρίζεται σε ηθικούς «δείκτες προσωπικότητας». Για τα ζητήματα αυτά βλ. Τερέζα Καπέλου, «Σκάνδαλα, ΜΜΕ και δείκτες προσωπικότητας: ο γρίφος του πολιτικού απυρόβλητου» στο: Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ 16 (2000), σελ. 147-186.

[36]Zygmund Bauman, Postmodern Ethics (Oxford: Blackwell, 1993), σελ . 245-246.

[37]Robert Hariman, Political Style. The Artistry of Power (Chicago: The University of Chicago Press, 1995), σελ . 138.

[38] Εκ των οποίων πάντως λίγοι διαθέτουν επικοινωνιακό αλφαβητισμό και γνωρίζουν τη χρήση του μέσου: τηλεόραση. Εξ ού και στις εκπομπές πολιτικού διαλόγου παρουσιάζουν συχνά το γνωστό αξιοθρήνητο θέαμα της επιβολής της γνώμης τους δια της εντάσεως της φωνής.

[39] Βλ. Νίκος Δεμερτζής – Παναγιώτης Καφετζής, «Πολιτικός κυνισμός, πολιτική αλλοτρίωση και ΜΜΕ: η περίπτωση της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας» στο: Χρ. Λυριντζής- Ηλ. Νικολακόπουλος- Δ. Σωτηρόπουλος (επιμ.), Κοινωνία και Πολιτική. Όψεις της Γ' Eλληνικής Δημοκρατίας 1974-1994 (Αθήνα: Θεμέλιο, 1996), σελ. 174-218.

[40] Η απεξάρτηση από κρατο-κομματικές πελατείες βεβαίως δεν έχει και ίσως ουδέποτε συντελεσθεί. Οι παλινωδίες στην αδειοδότηση των ιδιωτικών καναλιών, η χρόνια δυσλειτουργία του ΕΣΡ, η συζήτηση περί διαπλοκής και η συγκέντρωση διαγώνιας ιδιοκτησίας στο χώρο των μέσων ενημέρωσης είναι στοιχεία που δείχνουν ότι η πολιτική ενηλικίωση της ελληνικής τηλεόρασης, δημόσιας και ιδιωτικής, αργεί ακόμα.

[41] Βλ. μεταξύ άλλων Νίκος Δεμερτζής – Αντώνης Αρμενάκης, «Η πολιτική κουλτούρα και τα μέσα επικοινωνίας. Η περίπτωση των φοιτητών της Αθήνας» στο: Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης , τχ. 16 (2000), σελ. 34-71.

[42]Dimitris Charalambis – Nicolas Demertzis, “Politics and Citizenship in Greece : Cultural and Structural Facets” στο : Journal of Modern Greek Studies, τομ . 11(1993), σελ . 219-240.

[43]Βλ . σχετικά John Corner, Television Form and Public Address (London: Edward Arnold, 1995), σελ . 33-52.

[44]Βλ . ενδεικτικά Ronald Inglehart, The Silent Revolution (Princeton: Princeton University Press, 1977), σελ . 293 επομ . Βλ . επίσης του ιδίου , Culture Shift in Advanced Industrial Society (Princeton: Princeton University Press, 1990), σελ. 336-342 και 358 επομ. Επίσης , Modernization and Postomodernization. Cultural, Economic, and Political Change in 43 Societies (Princeton: Princeton University Press, 1997), σελ. 168-171.

[45] Βλ. Alvin Toffler, Το Τρίτο Κύμα (Αθήνα: Κάκτος, 1982), σελ. 485 επομ.

[46]Όπ . π ., σελ . 192 επομ .

[47]Anthony Giddens, Central Problems in Social Theory (London: MacMillan, 1979), σελ. 64-5 και The Constitution of Society ( Cambridge : Polity Press), σελ . 1-40. Γενικότερα, για τη σχέση δομής, κοινωνίας και κουλτούρας βλ. Νίκος Δεμερτζής, Κουλτούρα, Νεωτερικότητα, Πολιτική Κουλτούρα (Αθήνα: εκδ. Παπαζήση, 1989), σελ. 178-193.

[48]Πρβλ. Bo Reimer, “Postmodern Structures of Feeling: Values and Lifestyles in the Postmodern Age” και Kyosti Pekonen, “Symbols and Politics as Culture in the Modern Situation: the Problem and Prospects of the ‘New'” στο: John Gibbins ( επιμ.), Contemporary Political Culture. Politics in a Postmodern Age (London: Sage Publications, 1990), σελ . 110-126 και 127-143 αντιστοίχως.
_
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
Ayrton Senna
Πρύτανης


Εγγραφή: 03 Μάϊ 2013
Δημοσιεύσεις: 2218

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Κυρ Αύγ 18, 2013 3:26 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Εξαιρετικό antanion
_________________
”Οι φασίστες του μέλλοντος θα είναι οι αντιφασίστες” . Τσώρτσιλ

http://dwpl.deviantart.com/art/LENIN2-172844451
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
Επισκόπηση όλων των Δημοσιεύσεων που έγιναν πριν από:   
Δημοσίευση νέας  Θ.Ενότητας   Απάντηση στη Θ.Ενότητα    www.filosofia.gr Αρχική σελίδα -> Φιλοσοφικοί Προβληματισμοί Όλες οι Ώρες είναι GMT + 2 Ώρες
Μετάβαση στη σελίδα Προηγούμενο  1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Σελίδα 8 από 8

 
Μετάβαση στη:  
Δεν μπορείτε να δημοσιεύσετε νέο Θέμα σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Δεν μπορείτε να επεξεργασθείτε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν μπορείτε να διαγράψετε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν έχετε δικαίωμα ψήφου στα δημοψηφίσματα αυτής της Δ.Συζήτησης





Μηχανισμός forum: PHPBB

© filosofia.gr - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του.

Υλοποίηση, Φιλοξενία: Hyper Center